Συμπτώματα

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι μια συχνή και σοβαρή ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ιδεοληψιών ή/και ψυχαναγκασμών που προκαλούν έντονη δυσφορία και διαταράσσουν την καθημερινή ζωή του πάσχοντος. Μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά τόσο με φαρμακευτική αγωγή όσο και με ψυχοθεραπευτική παρέμβαση.

Οι ιδεοληψίες είναι σκέψεις, εικόνες, φόβοι, αμφιβολίες ή παρορμήσεις που παρεισφρύουν στο μυαλό του ασθενούς. Ο τελευταίος τις βιώνει ως απρόσκλητες, ανεπιθύμητες ή ανόητες και του προκαλούν άγχος και δυσφορία. Δυσκολεύεται να τις ελέγξει και να απαλλαγεί από αυτές. Το περιεχόμενο των ιδεοληψιών είναι ποικίλο και ο ασθενής μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές ιδεοληψίες αν και συνήθως ένα ή δύο θέματα κυριαρχούν. Οι συχνότερες ιδεοληψίες περιλαμβάνουν:

  1. Φόβους μόλυνσης από βρώμικα αντικείμενα, χημικές ουσίες, σωματικά υγρά ή μικρόβια.
  2. Αμφιβολίες και φόβους για την επέλευση κάποιου κακού (το μάτι της κουζίνας έμεινε ανοιχτό και το σπίτι μπορεί να πάρει φωτιά, η πόρτα είναι ξεκλείδωτη και θα μπουν διαρρήκτες)
  3. Υπερβολική ενασχόληση με την ακρίβεια, την τάξη και τη συμμετρία.
  4. Βλάσφημες σκέψεις με θρησκευτικό περιεχόμενο
  5. Σεξουαλικές σκέψεις ή εικόνες (ότι ο πάσχων είναι ομοφυλόφιλος ή παιδόφιλος)
  6. Βίαιες σκέψεις ή εικόνες (ότι ο πάσχων μαχαιρώνει το παιδί του).
  7. Τάση για συλλογή και αποθησαύριση διαφόρων άχρηστων αντικειμένων για την περίπτωση που κάποτε χρειαστούν.

Πρέπει να τονιστεί ότι σκέψεις παρόμοιες με τις παραπάνω εμφανίζονται περιστασιακά σε όλους σχεδόν τους ανθρώπους χωρίς να προκαλούν ιδιαίτερο άγχος. Αντίθετα οι ασθενείς με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή αποδίδουν ένα διαφορετικό νόημα σε αυτές τις σκέψεις. Πιστεύουν ότι έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν κακό σε κάποιον και ταυτόχρονα την ευθύνη να αποτρέψουν τέτοιο κακό. Παραδείγματος χάριν, όταν ο πάσχων σκέφτεται τον ίδιο να επιτίθεται στην κόρη του πιστεύει ότι είναι όντως επικίνδυνος και προσπαθεί σκληρά να αποτρέψει το κακό καταφεύγοντας σε ψυχαναγκασμούς και συμπεριφορές αποφυγής. Ο πυρήνας του προβλήματος στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι η παθολογικά αυξημένη αίσθηση προσωπικής ευθύνης και οι συνακόλουθες προσπάθειες αποφυγής πρόκλησης βλάβης στον εαυτό ή σε άλλους.

Οι ψυχαναγκασμοί είναι πράξεις ή σκέψεις που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά ως απάντηση σε μια ιδεοληψία. Στόχος τους είναι η αποτροπή πρόκλησης βλάβης. Παροδικά μειώνουν το προκαλούμενο από τις ιδεοληψίες άγχος και η επανάληψή τους διαρκεί έως ότου ο ασθενής αισθανθεί ότι τα πράγματα είναι «ακριβώς όπως πρέπει». Συνήθεις ψυχαναγκασμοί είναι οι εξής:

Επαναλαμβανόμενο και υπερβολικό πλύσιμο και καθάρισμα των χεριών, του σώματος, των αντικειμένων στο χώρο ως απάντηση σε ιδεοληψίες μόλυνσης.

Διαρκής και επαναλαμβανόμενος έλεγχος (οι βρύσες είναι κλειστές, οι πόρτες κλειδωμένες) ως απάντηση σε ιδεοληπτικές αμφιβολίες.

Διαρκής τακτοποίηση και διευθέτηση αντικειμένων με αυστηρά καθορισμένο τρόπο ως απάντηση σε ιδεοληψίες τάξης και συμμετρίας.

Νοητικοί ψυχαναγκασμοί (συγκεκριμένες λέξεις, φράσεις, προσευχές, αριθμοί που ο πάσχων επαναλαμβάνει από μέσα του) ή άλλες συμπεριφορές όπως κοίταγμα ή άγγιγμα αντικειμένων με καθορισμένο τρόπο.

Παρότι οι περισσότεροι ασθενείς με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή έχουν επίγνωση της υπερβολικής και παράλογης φύσης των συμπτωμάτων τους, υπάρχει μια μικρή μειονότητα πασχόντων που έχουν πλήρως πειστεί για την ακρίβεια και τη γνησιότητα των ιδεοληψιών τους. Οι ασθενείς συνήθως βιώνουν έντονο άγχος, αισθάνονται ένοχοι και ντρέπονται για τα συμπτώματά τους και συχνά προσπαθούν να τα κρατήσουν μυστικά ακόμα και από τους δικούς τους ανθρώπους. Άλλες φορές απαιτούν από τα μέλη της οικογένειάς τους να συμμορφώνονται με συγκεκριμένους κανόνες που υπαγορεύονται από τα συμπτώματα της αρρώστιας. Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή μπορεί να προκαλέσει μεγάλο ψυχικό πόνο, σοβαρή αναπηρία και να επηρεάσει δυσμενώς όλες τις πτυχές της ζωής. Σε σύγκριση με ασθενείς που πάσχουν από αγχώδεις ή καταθλιπτικές διαταραχές, οι ιδεοψυχαναγκαστικοί ασθενείς έχουν μικρότερη πιθανότητα να είναι παντρεμένοι και μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι άνεργοι ή να αναφέρουν ελλειμματική κοινωνική και εργασιακή λειτουργικότητα.

Επιδημιολογία

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσβάλλει το 2-3% του πληθυσμού. Η αναλογία ανδρών/γυναικών είναι 1/1. Η έναρξη είναι συνήθως σταδιακή και τοποθετείται στο τέλος της εφηβείας ή στην αρχή της ενήλικης ζωής. Στις περισσότερες περιπτώσεις η νόσος είναι χρόνια με εξάρσεις και υφέσεις των συμπτωμάτων. Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται. Κατά μέσο όρο μεσολαβεί μια δεκαετία από την έναρξη των συμπτωμάτων μέχρι να τεθεί σωστή διάγνωση. Οι ασθενείς μπορεί να φοβούνται ότι θα χαρακτηριστούν τρελοί αν εκμυστηρευθούν τα συμπτώματά τους ή να μην αντιλαμβάνονται ότι αυτά εντάσσονται σε μια συγκεκριμένη ιατρική νόσο για την οποία υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες, ενώ από την άλλη πλευρά αρκετοί επαγγελματίες υγείας δεν είναι εξοικειωμένοι στην αναγνώριση των συμπτωμάτων.

Αιτιολογία

H αιτιολογία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής δεν είναι πλήρως διευκρινισμένη. Γενετικοί παράγοντες παίζουν ένα ρόλο όπως φαίνεται από την αυξημένη συχνότητα ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής στους α’ βαθμού συγγενείς των ασθενών σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Οι γενετικοί παράγοντες είναι ακόμα πιο σημαντικοί σε περιπτώσεις πρώιμης έναρξης ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής κατά την παιδική ή την πρώιμη εφηβική ηλικία. Διαταραγμένη ρύθμιση του νευροδιαβιβαστικού συστήματος της σεροτονίνης στον εγκέφαλο καθώς και τροποποιημένα πρότυπα δραστηριότητας σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές φαίνεται ότι σχετίζονται με τη νόσο. Οι διαταραχές αυτές επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα με την επιτυχή θεραπεία πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Διάφορα γεγονότα ζωής μπορεί να λειτουργήσουν ως πυροδοτικοί παράγοντες για την εμφάνιση ή την επιδείνωση συμπτωμάτων. Παραδείγματα τέτοιων γεγονότων είναι η γέννηση ενός παιδιού, η αλλαγή δουλειάς, μια διαπροσωπική σύγκρουση αλλά και συμβάντα βιολογικής φύσης όπως ένας τραυματισμός στο κεφάλι ή η χρήση κοκαϊνης ή αμφεταμινών.

Σύμφωνα με το γνωσιακό/συμπεριφορικό μοντέλο τα ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα εδραιώνονται και συντηρούνται όταν ο ασθενής αποδίδει προσωπικό και απειλητικό νόημα σε ανεπιθύμητες παρένθετες σκέψεις που εμφανίζονται συχνά στην καθημερινή ζωή και δεν είναι από μόνες τους παθολογικές. Παραδείγματος χάριν, η παρόρμηση «να σπρώξω κάποιον που στέκεται στην αποβάθρα περιμένοντας το τρένο» μπορεί να εμφανιστεί σε έναν υγιή άνθρωπο που τη βιώνει ως δυσάρεστη αλλά εντελώς ανόητη και την παρακάμπτει χωρίς άλλες επιπλοκές. Αντίθετα ο πάσχων από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή θεωρεί ότι η παραπάνω παρόρμηση σηματοδοτεί πραγματικό κίνδυνο, ότι μπορεί να χάσει τον αυτοέλεγχό του και πράγματι να σπρώξει κάποιον στις γραμμές του τρένου. Αυτή η λανθασμένη ερμηνεία προκαλεί έντονο άγχος και τον αναγκάζει να αναζητήσει τρόπους ενεργητικής καταστολής ή εξουδετέρωσης της παρόρμησης μέσω κάποιας ψυχαναγκαστικής ή αποφευκτικής συμπεριφοράς (ελέγχοντας ότι βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από τον άνθρωπο στην αποβάθρα ή αποφεύγοντας πλήρως να χρησιμοποιεί το τρένο).

Οι παραπάνω ψυχαναγκαστικές και αποφευκτικές συμπεριφορές μειώνουν στιγμιαία το άγχος και εμποδίζουν τον πάσχοντα να διαπιστώσει το αβάσιμο των φόβων του (μένοντας σε απόσταση από τον άνθρωπο στην αποβάθρα δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι τίποτα κακό δε θα συμβεί αν πλησιάσει περισσότερο και σταθεί δίπλα του). Έτσι οι ψυχαναγκασμοί ενισχύονται και παγιώνονται. Επιπλέον η εκτέλεσή τους από τον ασθενή λειτουργεί ως υπενθύμιση των ιδεοληψιών του και ενισχύει τη λανθασμένη πεποίθησή του ότι τίποτα κακό δεν συνέβη ακριβώς επειδή ενέδωσε στους ψυχαναγκασμούς. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται φαύλος κύκλος που συντηρεί τη διαταραχή.

Θεραπεία

Η φαρμακευτική θεραπεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής βασίζεται στους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs). Oι δόσεις που χρησιμοποιούνται είναι συνήθως υψηλότερες από αυτές της κατάθλιψης και των αγχωδών διαταραχών και το χρονικό διάστημα που απαιτείται μέχρι την έναρξη της δράσης μεγαλύτερο. Σε περίπτωση μερικής ανταπόκρισης της συμπτωματολογίας η αγωγή μπορεί να ενισχυθεί με μικρές δόσεις αντιψυχωτικών. Η διάρκεια της αγωγής είναι 1-2 χρόνια μετά την πάροδο των οποίων και με την προϋπόθεση ότι έχει επιτευχθεί ύφεση των συμπτωμάτων μπορεί να επιχειρηθεί σταδιακή μείωση και διακοπή.

Η γνωσιακή/συμπεριφορική θεραπεία είναι η καλύτερα μελετημένη και αποτελεσματικότερη ψυχολογική παρέμβαση στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Περιλαμβάνει συστηματική και παρατεταμένη έκθεση του ασθενούς στα ερεθίσματα και στις καταστάσεις που πυροδοτούν ιδεοληψίες και άγχος. Ταυτόχρονα ο ασθενής απέχει από την εκτέλεση ψυχαναγκασμών. Ο στόχος της θεραπείας είναι να δείξει στον πάσχοντα ότι το ιδεοληπτικό άγχος δεν επιμένει επ’ αόριστον αλλά αμβλύνεται με την εξοικείωση και ότι οι ψυχαναγκασμοί δεν είναι απαραίτητοι για την αποφυγή βλάβης. Επιπλέον γίνεται προσπάθεια να μειωθεί η υπερεκτίμηση του κινδύνου και της προσωπικής ευθύνης για την αποτροπή του που συχνά κυριαρχεί στον τρόπο σκέψης των ατόμων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Αρκετές φορές η φαρμακευτική και η γνωσιακή/συμπεριφορική θεραπεία συνδυάζονται για καλύτερα αποτελέσματα.

Δημήτρης Γούσης MD, MSc

Ψυχίατρος, Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινής Ζωγράφου

Τηλ: 2107718320, 6977088325