ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η αϋπνία είναι ένα πολύ συχνό ενόχλημα που μπορεί να παρουσιαστεί είτε μόνο του ή σε συνδυασμό με κάποιο άλλο ιατρικό (π.χ. πόνος) ή ψυχιατρικό (π.χ. κατάθλιψη) πρόβλημα. Μπορεί να είναι περιστασιακή, να υποτροπιάζει κατά περιόδους ή να είναι χρόνια και επίμονη. Επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής, την ψυχική ευεξία, την εργασιακή αποδοτικότητα και έχει σημαντικό οικονομικό κόστος. Συχνά παραμένει αδιάγνωστη και χωρίς κατάλληλη αντιμετώπιση.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Η αϋπνία χαρακτηρίζεται από υποκειμενικά παράπονα που αφορούν την ποιότητα ή τη διάρκεια του ύπνου, τη δυσκολία κατά την έναρξη του ύπνου, την ύπαρξη πολλών αφυπνίσεων κατά τη διάρκεια της νύχτας ή την πολύ πρώιμη πρωινή αφύπνιση. Η αϋπνία συχνά συνοδεύεται από ενοχλήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας όπως κόπωση, δυσκολία στη συγκέντρωση και τη μνήμη, ευερέθιστη ή δυσφορική διάθεση.

Τουλάχιστον το 10% των ενηλίκων παρουσιάζουν σημαντική αϋπνία συνοδευόμενη από προβλήματα στην καθημερινή τους λειτουργικότητα. Οι γυναίκες επηρεάζονται συχνότερα από τους άντρες και οι ηλικιωμένοι συχνότερα από τους νεότερους.

Η αϋπνία συχνά συνυπάρχει με άλλα ιατρικά και ψυχιατρικά προβλήματα. Οι άνθρωποι με αϋπνία έχουν 2 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν καρδιακή ανεπάρκεια και 5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν κατάθλιψη ή άγχος από αυτούς χωρίς προβλήματα ύπνου.

Η έναρξη της αϋπνίας συχνά συνδέεται με κάποιο στρεσογόνο γεγονός ή με αλλαγές στο ωράριο του ύπνου λόγω εργασιακών, οικογενειακών ή κοινωνικών υποχρεώσεων. Για κάποιους ανθρώπους η διαταραχή στον ύπνο επιμένει ακόμα και όταν η αρχική αιτία έχει εκλείψει. Γενετικοί παράγοντες, οικογενειακό ιστορικό προβλημάτων στον ύπνο, αγχώδη χαρακτηριστικά προσωπικότητας και ο φόβος για την έλλειψη ύπνου και τις συνέπειές της συντείνουν στη διατήρηση του προβλήματος.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ-ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Οι άνθρωποι που παραπονούνται για αϋπνία πρέπει να ερωτώνται λεπτομερώς για τα συμπτώματά τους, τη διάρκεια και τις συνέπειές τους. Γενικά καθυστέρηση στην έναρξη του ύπνου πάνω από 30 λεπτά, νυχτερινή αφύπνιση διάρκειας άνω των 30 λεπτών ή συνολικός χρόνος ύπνου μικρότερος από 6,5 ώρες θεωρούνται ενδεικτικά αϋπνίας. Οι ημερήσιες συνέπειες της αϋπνίας (κόπωση, ευερεθιστότητα, συναισθηματική αστάθεια, δυσκολίες στη συγκέντρωση και τη μνήμη) πρέπει επίσης να αξιολογηθούν.

Άλλες ψυχιατρικές και γενικές ιατρικές καταστάσεις που πιθανόν συντελούν στην αϋπνία πρέπει να εκτιμηθούν. Οποιαδήποτε ψυχιατρική διαταραχή μπορεί να προκαλεί αϋπνία με συχνότερες τις καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές. Πολλές καρδιακές  (καρδιακή ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσος), πνευμονικές (άσθμα, χρόνια πνευμονοπάθεια), νευρολογικές (εγκεφαλικό επεισόδιο, νόσος Πάρκινσον), γαστρεντερικές (γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση), νεφρικές (νεφρική ανεπάρκεια, υπερτροφία προστάτη), ενδοκρινικές (διαβήτης, υπερθυρεοειδισμός), μυοσκελετικές (ρευματοειδής αρθρίτιδα, οστεοερθρίτιδα) παθήσεις συνοδεύονται από δυσκολίες στον ύπνο.

Πολλά φάρμακα, ουσίες κατάχρησης, συμπληρώματα διατροφής διαταράσσουν τον ύπνο. Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν το αλκοόλ για να διευκολύνουν τον ύπνο. Παρ' όλα αυτά το αλκοόλ προκαλεί διαταραχή του ύπνου στο δεύτερο μισό της νύχτας όταν τα επίπεδά του στο αίμα πέφτουν, ενώ η χρόνια χρήση του μπορεί να προκαλέσει σοβαρή αϋπνία που παραμένει ακόμα και μετά τη διακοπή του.

Η αϋπνία πρέπει να διαχωριστεί από δύο άλλες συχνές διαταραχές ύπνου. Η πρώτη είναι η υπνική άπνοια που χαρακτηρίζεται από δυνατό ροχαλητό και επεισόδια άπνοιας. Η δεύτερη είναι το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών που χαρακτηρίζεται από δυσάρεστες αισθήσεις στα πόδια που εμφανίζονται κατά την ανάπαυση και χειροτερεύουν τη νύχτα εμποδίζοντας τον ύπνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται εργαστηριακός έλεγχος με ειδική μελέτη ύπνου προκειμένου να τεκμηριωθεί η διάγνωση και να γίνει η κατάλληλη θεραπεία.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Τόσο οι ψυχολογικές όσο και οι φαρμακολογικές μέθοδοι έχουν αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση της αϋπνίας.

Οι ψυχολογικές και συμπεριφορικές θεραπείες της αϋπνίας βασίζονται στις εξής βασικές αρχές:

  1. εκπαίδευση και ενημέρωση όσον αφορά τη λειτουργία και τη φυσιολογική ρύθμιση του ύπνου καθώς και τις ανάγκες σε ύπνο.
  2. καθιέρωση σταθερού ωραρίου ύπνου με ιδιαίτερη έμφαση σε σταθερή ώρα πρωινής έγερσης.
  3. περιορισμός του χρόνου παραμονής στο κρεβάτι ώστε να προσεγγίζει το χρόνο πραγματικού ύπνου.
  4. τεχνικές χαλάρωσης που μειώνουν τη σωματική και πνευματική ένταση και ευοδώνουν τον ύπνο.
  5. τροποποίηση υπερβολικών ή λανθασμένων πεποιθήσεων και ανησυχιών σχετικά με τον ύπνο, την έλλειψή του και τις συνέπειές της.

Μεγάλη ποικιλία φαρμακευτικών σκευασμάτων χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση της αυπνίας. Αυτά περιλαμβάνουν τις βενζοδιαζεπίνες, αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωτικά, αντιεπιληπτικά, αντιισταμινικά φάρμακα καθώς και διάφορα φυτικά παρασκευάσματα που περιέχουν χημικές ουσίες με δράση στον εγκέφαλο.

Η επιλογή του κατάλληλου για κάθε άνθρωπο φαρμάκου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως τα συγκεκριμένα ενοχλήματα σχετικά με τον ύπνο, η ηλικία, η ανταπόκριση σε προηγούμενες θεραπείες, η ύπαρξη άλλων προβλημάτων υγείας, το κόστος και οι προτιμήσεις του κάθε ανθρώπου.

Η φαρμακευτική αγωγή πρέπει να επαναξιολογείται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την αποτελεσματικότητά της και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες. Σε γενικές γραμμές τα υπνωτικά φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιούνται στις μικρότερες αποτελεσματικές δόσεις. Κατά περιόδους πρέπει να γίνεται προσπάθεια μείωσης ή διακοπής. Πάντως πολλοί άνθρωποι χρειάζονται και ωφελούνται από μακροχρόνια φαρμακευτική αγωγή χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες.

Ο συνδυασμός φαρμακευτικής και ψυχολογικής/συμπεριφορικής θεραπείας αποδεικνύεται συχνά ο πιο αποτελεσματικός στην αντιμετώπιση της αϋπνίας καθώς αξιοποιεί τη γρήγορη ανακούφιση που προσφέρει το φάρμακο με τα πιο μακροχρόνια και διατηρήσιμα οφέλη της ψυχολογικής θεραπείας.