ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι διαταραχές διατροφής προκαλούν συχνά το έντονο ενδιαφέρον του κοινού και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Στην αιτιολογία τους παίζουν ρόλο κοινωνικοί, ψυχολογικοί και βιολογικοί μηχανισμοί που δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί. Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπισή τους παρότι αρκετές ασθενείς αρνούνται να ζητήσουν βοήθεια.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Οι διαταραχές διατροφής, τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες, χαρακτηρίζονται από τα ίδια βασικά συμπτώματα και συμπεριφορές. Οι ασθενείς υπερεκτιμούν την αξία και τη σημασία του βάρους και του σχήματος του σώματος.

Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι αξιολογούν τους εαυτούς τους στη βάση της απόδοσής τους σε διάφορους τομείς της ζωής (διαπροσωπικές σχέσεις, εργασία, οικογένεια, συμμετοχή στα κοινά, κλπ.), οι ασθενείς με ανορεξία ή βουλιμία κρίνουν τους εαυτούς τους κυρίως ή σχεδόν αποκλειστικά με βάση την ικανότητά τους να ελέγχουν το βάρος και το σχήμα του σώματός τους.

Έτσι στη νευρογενή ανορεξία υπάρχει επίμονη και αταλάντευτη επιδίωξη απώλειας βάρους που δεν γίνεται αντιληπτή ως πρόβλημα. Αντίθετα η επίτευξη εξαιρετικά χαμηλού βάρους θεωρείται από τις ασθενείς επίτευγμα και κατά συνέπεια δεν υπάρχει κίνητρο για αλλαγή αυτής της συμπεριφοράς. Η απώλεια βάρους οφείλεται στον ενεργητικό και εξαντλητικό περιορισμό της πρόσληψης τροφής. Δεν υπάρχει πραγματική ανορεξία με την έννοια της μειωμένης επιθυμίας για φαγητό.

Αρκετές ασθενείς ασκούνται πολύ έντονα, πράγμα που συντείνει στην απώλεια βάρους. Άλλες προκαλούν έμετο, παίρνουν καθαρτικά ή διουρητικά φάρμακα για να ελέγξουν το βάρος. Συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης, ευερεθιστότητας, συναισθηματικής αστάθειας, δυσκολίας στη συγκέντρωση, μείωσης της σεξουαλικής επιθυμίας εμφανίζονται συχνά και επιδεινώνονται όσο μειώνεται το βάρος. Οι ασθενείς γίνονται όλο και πιο αδιάφορες για τον εξωτερικό κόσμο, αποσύρονται και απομονώνονται.

Από την άλλη πλευρά, στη νευρογενή βουλιμία η προσπάθεια για άτεγκτο έλεγχο του βάρους υπονομεύεται από συχνά επεισόδια υπερφαγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των επεισοδίων, η ασθενής καταναλώνει μεγάλη ποσότητα φαγητού (συνήθως 1000-2000 θερμίδες) σε μικρό χρονικό διάστημα έχοντας ταυτόχρονα το δυσάρεστο αίσθημα ότι δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το υπερφαγικό επεισόδιο ακολουθείται από αντισταθμιστικές συμπεριφορές όπως πρόκληση εμέτου ή χρήση καθαρτικών.

Ο συνδυασμός της προσπάθειας για δίαιτα με τα υπερφαγικά επεισόδια καθιστά το βάρος περίπου φυσιολογικό στη νευρογενή βουλιμία. Οι ασθενείς νιώθουν δυσφορία και ντροπή για τα υπερφαγικά επεισόδια, γεγονός που τις κάνει πιο δεκτικές σε αναζήτηση βοήθειας σε σχέση με τη νευρογενή ανορεξία. Παρ' όλα αυτά, συνήθως υπάρχει καθυστέρηση αρκετών χρόνων από την έναρξη του προβλήματος  μέχρι την αναζήτηση βοήθειας. Συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους είναι πολύ συχνά, ενώ ορισμένες ασθενείς κάνουν κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών ή αυτοτραυματίζονται.

Τα τελευταία χρόνια έχει τεκμηριωθεί η ύπαρξη μιας τρίτης διαταραχής διατροφής που ονομάζεται διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. Αυτή χαρακτηρίζεται από υπερφαγικά επεισόδια χωρίς συχνές αντισταθμιστικές συμπεριφορές για έλεγχο του βάρους με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις να συνυπάρχει παχυσαρκία. Καταθλιπτικά συμπτώματα και δυσαρέσκεια με το βάρος και το σχήμα του σώματος είναι συχνά αλλά λιγότερα σοβαρά σε σχέση με τη νευρογενή ανορεξία και βουλιμία.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ-ΠΟΡΕΙΑ

Οι διαταραχές διατροφής είναι συχνότερες στην εφηβική ηλικία και στη νεαρή ενήλικη ζωή και έχουν παρατηρηθεί σε όλο τον κόσμο, περισσότερο στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες αλλά και σε αναπτυσσόμενες όπως η Κίνα. Η συχνότητά τους είναι περίπου 0,6% για τη νευρογενή ανορεξία, 1% για τη νευρογενή βουλιμία και 3% για την επεισοδιακή υπερφαγία. Οι ασθενείς με ανορεξία ή βουλιμία είναι στη μεγάλη τους πλειονότητα γυναίκες (περίπου 90%). Στη διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας το ποσοστό των γυναικών είναι περίπου 75%.

Η συνήθης ηλικία έναρξης της νευρογενούς ανορεξίας είναι στο μέσο της εφηβείας. Τότε ξεκινούν προσπάθειες δίαιτας που σταδιακά βγαίνουν εκτός ελέγχου. Σε ορισμένες περιπτώσεις η διαταραχή έχει βραχεία διάρκεια και ανταποκρίνεται σε σύντομη θεραπευτική παρέμβαση. Σε άλλες περιπτώσεις ιδίως όταν αφεθεί χωρίς έγκαιρη παρέμβαση γίνεται επίμονη και χρονίζει απαιτώντας μακροχρόνια και εντατική θεραπεία. Αρκετές ανορεξικές ασθενείς μπορεί να μετατραπούν σε βουλιμικές με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος θανάτου από τις ιατρικές επιπλοκές της ασιτίας ή από αυτοκτονία.

Η νευρογενής βουλιμία αρχίζει λίγο αργότερα σε σχέση με την ανορεξία αλλά ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με προσπάθεια για δίαιτα που σύντομα διακόπτεται από επεισόδια υπερφαγίας, προκλητούς εμέτους, χρήση καθαρτικών ή υπερβολική σωματική άσκηση.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Ο ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξη διαταραχής διατροφής είναι το γυναικείο φύλο. Δεν έχει διευκρινιστεί κατά πόσον αυτό οφείλεται σε βιολογικούς ή κοινωνικούς παράγοντες. Επιπλέον οι διαταραχές διατροφής απαντώνται συχνά σε μέλη της ίδιας οικογένειας και οι σχετικές μελέτες δείχνουν τη συμμετοχή γενετικών παραγόντων στην αιτιολογία τους.

Σε πολλές αναπτυγμένες χώρες δίνεται υπερβολική αξία στη λεπτότητα του σώματος, πράγμα που ενθαρρύνει ακραίες πρακτικές ελέγχου του βάρους. Αρνητικές συγκρίσεις με το ιδεατό πρότυπο συντείνουν στην καλλιέργεια χαμηλής αυτοεκτίμησης. Τα κριτικά, κοροϊδευτικά ή εκφοβιστικά σχόλια σε σχέση με το φαγητό, το βάρος και το σχήμα του σώματος αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαταραχής διατροφής.

Έτσι η εξιδανίκευση του λεπτού σώματος, ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση όσων απέχουν από αυτό το πρότυπο και η εύκολη και φτηνή πρόσβαση σε πολύ παχυντικές τροφές μπορούν να αποσταθεροποιήσουν τον έλεγχο της όρεξης. Άνθρωποι με προϋπάρχουσα χαμηλή αυτοκτίμηση ή τελειοθηρικές τάσεις είναι περισσότεροι ευάλωτοι σε τέτοιες αρνητικές κοινωνικές επιδράσεις.

Πέρα από τα παραπάνω, αντιξοότητες όπως η σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση ή παραμέληση που αυξάνουν τον κίνδυνο για πολλά ψυχιατρικά προβλήματα σχετίζονται και με τις διαταραχές διατροφής.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ-ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

Η διάγνωση των διαταραχών διατροφής γίνεται με βάση το ιστορικό και την κλινική εξέταση που αποκαλύπτουν τις χαρακτηριστικές στάσεις και συμπεριφορές των ασθενών σε σχέση με το φαγητό και το σώμα. Δεν χρειάζονται ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση.

Ο εργαστηριακός έλεγχος αποσκοπεί στην τεκμηρίωση της γενικής σωματικής κατάστασης της ασθενούς και των πιθανών επιπλοκών που οφείλονται στις διαταραγμένες διατροφικές συνήθειες.

Στη νευρογενή ανορεξία μπορεί να παρατηρηθεί πλήθος ιατρικών προβλημάτων που οφείλονται πρωτίστως στον υποσιτισμό και κατά κανόνα αποκαθίστανται με την αύξηση του βάρους. Τα συνηθέστερα από αυτά είναι:

  1. Διακοπή της έμμηνης ρύσης
  2. Βραδυκαρδία, υπόταση, ζάλη, καρδιακές αρρυθμίες, λιποθυμικά επεισόδια
  3. Αυξημένη ευαισθησία στο κρύο
  4. Διαταραχές ύπνου
  5. Ξηροδερμία, εμφάνιση λεπτού τριχώματος στη ράχη, τα χέρια, τα μάγουλα
  6. Δυσκοιλιότητα
  7. Μυϊκή αδυναμία
  8. Διόγκωση των παρωτίδων και καταστροφή των δοντιών όταν υπάρχουν συχνοί έμετοι
  9. Υποθυρεοειδισμός
  10. Αναιμία
  11. Διαταραχές των υγρών και ηλεκτρολυτών του σώματος
  12. Οστεοπόρωση

Στη νευρογενή βουλιμία οι ιατρικές επιπλοκές είναι λιγότερες αφού το βάρος του σώματος είναι κατά κανόνα φυσιολογικό. Οι συχνοί έμετοι και η κατάχρηση καθαρτικών και διουρητικών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσουν ηλεκτρολυτικές διαταραχές με κίνδυνο καρδιακών αρρυθμιών, καταστροφή των δοντιών και δυσκοιλιότητα.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Όσον αφορά την αντιμετώπιση της νευρογενούς ανορεξίας, ο πρώτος στόχος έχει να κάνει με την προσφορά βοήθειας και ενημέρωσης προς την ασθενή ώστε να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και να συνεργαστεί στη θεραπεία. Ο στόχος αυτός είναι πολύ κρίσιμος με δεδομένη τη διστακτικότητα ή την αρνητικότητα πολλών ασθενών απέναντι στο ενδεχόμενο αλλαγής της συμπεριφοράς τους.

Ο δεύτερος στόχος αφορά την αποκατάσταση του βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα. Η βελτίωση της θρέψης συνήθως οδηγεί σε βελτίωση της γενικής κατάστασης της ασθενούς. Η προσπάθεια για αύξηση του βάρους μπορεί να γίνει σε ενδονοσοκομειακή ή εξωτερική βάση ανάλογα με την περίπτωση. Ανάγκη για νοσηλεία υπάρχει όταν σημειώνεται πολύ χαμηλό βάρος ή πολύ γρήγορη απώλεια βάρους ή όταν υπάρχουν ιατρικές επιπλοκές όπως ηλεκτρολυτικές διαταραχές, καρδιακές αρρυθμίες, υπογλυκαιμία ή λοίμωξη. Επιπλέον, νοσηλεία χρειάζεται όταν υπάρχει αυτοκτονική πρόθεση ή σοβαρές διαπροσωπικές συγκρούσεις στο σπίτι.

Ο τρίτος στόχος σχετίζεται με την τροποποίηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και συνηθειών των ασθενών σχετικά με το φαγητό, το βάρος και το σχήμα του σώματος. Διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις χρησιμοποιούνται με περισσότερο αποτελεσματικές την οικογενειακή και τη γνωσιακή/συμπεριφορική θεραπεία.

Δεν υπάρχουν ισχυρά δεδομένα που να αποδεικνύουν τη χρησιμότητα φαρμακευτικών παρεμβάσεων στη νευρογενή ανορεξία. Παρ' όλα αυτά, τα αντιψυχωτικά φάρμακα μπορεί να φανούν χρήσιμα σε ορισμένες, αυστηρά επιλεγμένες περιπτώσεις.

Από την άλλη πλευρά, στη θεραπεία της νευρογενούς βουλιμίας υπάρχουν δύο βασικές προσεγγίσεις με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα. Η πρώτη είναι η γνωσιακή/συμπεριφορική θεραπεία και η δεύτερη τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Η δράση των αντικαταθλιπτικών αφορά ειδικά τα βουλιμικά συμπτώματα και είναι ανεξάρτητη από την παρουσία ή απουσία κατάθλιψης. Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα είναι αποτελεσματικά και στη μείωση των υπερφαγικών επεισοδίων στη διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. Τέλος, το αντιεπιληπτικό φάρμακο τοπιραμάτη είναι αποτελεσματικό στη νευρογενή βουλιμία και στη διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας.