Εισαγωγή
Tο άγχος, ο φόβος και η ανησυχία είναι οικουμενικές συναισθηματικές αποκρίσεις. Πρόκειται για φυσιολογικές αντιδράσεις σε στρεσογόνα ή επικίνδυνα ερεθίσματα και έχουν ζωτική σημασία για την επιβίωση. Γίνονται προβληματικές όταν η ένταση και η διάρκειά τους είναι δυσανάλογες προς το ερέθισμα που τις προκάλεσε ή όταν εμφανίζονται εκτός πλαισίου, χωρίς την παρουσία απειλητικού γεγονότος.
Η φυσιολογική απόκριση του οργανισμού στο στρες περιλαμβάνει σωματικές, ψυχολογικές και συμπεριφορικές μεταβολές. Ο καρδιακός και αναπνευστικός ρυθμός επιταχύνονται, η αρτηριακή πίεση και η μυική τάση αυξάνονται, εμφανίζεται εφίδρωση και γαστρεντερικές αλλαγές. Η σκέψη και η συγκέντρωση εστιάζονται στις άμεσες απαιτήσεις της περίστασης και η συμπεριφορά κατευθύνεται είτε προς την ευθεία αντιμετώπιση του κινδύνου ή προς την αποφυγή του. Ένας βαθμός άγχους είναι απαραίτητος για να λειτουργούμε αποτελεσματικά στην καθημερινότητά μας γιατί μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε τις ποικίλες προκλήσεις. Όταν οι αποκρίσεις στο στρες υπερβούν σε ένταση και διάρκεια ένα κρίσιμο όριο γίνονται δυσλειτουργικές και παρεμποδίζουν την προσαρμογή.
Συμπτώματα
Το παθολογικό άγχος εκφράζεται με επίταση και διαστρέβλωση των σωματικών, ψυχολογικών και συμπεριφορικών αλλαγών που συνοδεύουν το φυσιολογικό άγχος. Τα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονους καρδιακούς παλμούς, δυσκολία στην αναπνοή, βάρος στο στήθος, γαστρεντερική δυσφορία, ζάλη και τάση για λιποθυμία, πόνους στους μυς, στο κεφάλι, στον αυχένα ή στη μέση, δυσκολία στην κατάποση, μουδιάσματα και μυρμηγκιάσματα, υπερβολική εφίδρωση, θολή όραση. Ο πάσχων περιμένει πάντα τη χειρότερη έκβαση των πραγμάτων και ερμηνεύει τις περισσότερες καταστάσεις ως αρνητικές και απειλητικές. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις χαρακτηρίζονται από διαρκή ανησυχία, ευερεθιστότητα, αποθάρρυνση και κατάθλιψη καθώς ο ασθενής δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Η διαρκής ανησυχία οδηγεί σε κόπωση και παραίτηση. Αναπτύσσονται δυσλειτουργικοί τρόποι αντιμετώπισης του στρες όπως η χρήση αλκοόλ ή άλλων εξαρτησιογόνων ουσιών και η υπερβολική κατανάλωση θερμιδικά πλούσιων τροφών που επιβαρύνουν συνολικά τόσο το άγχος όσο και τη γενική κατάσταση της υγείας. Η συχνότερη συμπεριφορά που εμφανίζεται ως απάντηση στο παθολογικό άγχος είναι η αποφυγή της κατάστασης ή του αντικειμένου που το προκαλεί. Αυτή η συμπεριφορά, παρότι βραχυπρόθεσμα καταπραύνει το άγχος, είναι αντιπαραγωγική διότι παρεμποδίζει τον πάσχοντα να αντιμετωπίσει την πηγή του άγχους του και υπονομεύει την αυτοεκτίμησή του. Φαίνεται λοιπόν ότι το υπερβολικό και παρατεινόμενο άγχος με τις σωματικές, ψυχολογικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις που κινητοποιεί προκαλεί περαιτέρω δυσφορία, διαταράσσει την ικανότητα του πάσχοντος να αντιμετωπίζει στρεσογόνες καταστάσεις και δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο. Αυτός ο φαύλος κύκλος έχει κεντρικό ρόλο στη διατήρηση και ενίσχυση του άγχους και είναι κοινός σε όλες τις μορφές παθολογικού άγχους.
Αιτιολογία
Η ευαλωτότητα ενός ατόμου στην ανάπτυξη αγχωδών διαταραχών καθορίζεται από συνδυασμό παραγόντων. Είναι σαφές ότι το παθολογικό άγχος εμφανίζεται συχνά σε αρκετά μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι γενετικοί παράγοντες ευθύνονται για ένα μέρος της οικογενούς συσσώρευσης, ενώ το υπόλοιπο εξηγείται με διαδικασίες μίμησης προτύπου και κοινωνικής μάθησης. Τα μέλη της οικογένειας παρατηρούν και ενσωματώνουν τις συμπεριφορές των άλλων μελών. Ένας τύπος προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από αρνητική συναισθηματική απαντητικότητα προδιαθέτει στην ανάπτυξη παθολογικού άγχους. Αντίξοες εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία όπως αποχωρισμός από γονέα, ελλιπής γονεϊκή φροντίδα, ταπείνωση μπροστά σε άλλους, σοβαρή αρρώστια του ίδιου του παιδιού ή άλλου μέλους της οικογένειας είναι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης αγχώδους διαταραχής. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο κατά τρόπο ώστε τα νευρικά κυκλώματα που σχετίζονται με τις αποκρίσεις φόβου να υπερλειτουργούν. Στρεσογόνα γεγονότα στην ενήλικη ζωή συχνά προηγούνται της έναρξης μιας αγχώδους διαταραχής. Τα γεγονότα αυτά μπορεί να είναι δυσάρεστα αλλά και ευχάριστα όπως ο γάμος, η γέννηση παιδιού ή μια προαγωγή. Η κρίσιμη παράμετρος είναι το μέγεθος της προσαρμογής που απαιτείται από το άτομο.
Το παθολογικό άγχος μπορεί να πάρει διάφορες κλινικές μορφές που αντιστοιχούν στις αγχώδεις και σωματοποιητικές διαταραχές. Πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι ψυχιατρικές καταστάσεις δεν είναι απολύτως διακριτές μεταξύ τους. Συχνά συνυπάρχουν στον ίδιο ασθενή περισσότερες από μία αγχώδεις διαταραχές. Άλλοτε ο ίδιος ασθενής πάσχει από μια αγχώδη διαταραχή σε μια χρονική περίοδο της ζωής του και από μια άλλη σε άλλη περίοδο.
Διαταραχή γενικευμένου άγχους
Η διαταραχή γενικευμένου άγχους χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτο, μακροχρόνιο άγχος και ανησυχία για μια σειρά ζητημάτων της καθημερινότητας όπως τα οικονομικά, η υγεία, η εργασία, οι οικογενειακές σχέσεις, η ασφάλεια και άλλα. Δευτερογενή συμπτώματα είναι η αϋπνία, η αδυναμία χαλάρωσης, η κόπωση, η ευερεθιστότητα, η δυσκολία στη συγκέντρωση. Η διαταραχή γενικευμένου άγχους προσβάλει το 5% του γενικού πληθυσμού, συχνότερα τις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες σε αναλογία 2/1. Η μέση ηλικία έναρξης είναι τα 20 χρόνια αλλά μπορεί να εμφανιστεί και αργότερα καθώς είναι η συχνότερη αγχώδης διαταραχή των ηλικιωμένων. Η πορεία της χωρίς θεραπεία είναι γενικά χρόνια με εξάρσεις και υφέσεις των συμπτωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις κυρίως όταν τα συμπτώματα είναι λίγα και η έναρξη πρόσφατη, μπορεί να παρατηρηθούν αυτόματες υφέσεις.
Διαταραχή πανικού
Η διαταραχή πανικού είναι μια από τις συχνότερες καταστάσεις για την οποία οι πάσχοντες ζητούν ψυχιατρική βοήθεια και κατατάσσεται 5η μεταξύ των πιο συχνών ιατρικών καταστάσεων στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Η κρίση πανικού αφορά σφοδρό άγχος με κυρίαρχα σωματικά συμπτώματα και παροξυσμικό χαρακτήρα. Η ένταση του άγχους κορυφώνεται εντός 10λέπτου και υποχωρεί σταδιακά μετά από 20-30 λεπτά αλλά σπανιότερα μπορεί να διαρκέσει ώρες. Οι κρίσεις πανικού συνοδεύονται χαρακτηριστικά από φόβους θανάτου, απώλειας του ελέγχου ή επέλευσης τρέλας. Η συχνότητα των κρίσεων ποικίλει από μία κάθε 2-3 μήνες έως πολλές κρίσεις καθημερινά με μέση συχνότητα τις δύο κρίσεις ανά εβδομάδα. Κρίσεις πανικού που ξυπνούν τον άρρωστο από τον ύπνο είναι συνήθεις. Τις περισσότερες φορές οι κρίσεις συνοδεύονται από ανησυχία για το ενδεχόμενο επανάληψης ή για την παρουσία κάποιας σοβαρής αρρώστιας καθώς και από τροποποίηση της συμπεριφοράς και της καθημερινής ρουτίνας του πάσχοντος. Συγκεκριμένα ο ασθενής αρχίζει να αποφεύγει περιβάλλοντα και καταστάσεις στα οποία συνέβησαν κρίσεις ή στα οποία θεωρεί ότι θα ήταν δύσκολο να του παρασχεθεί βοήθεια στην περίπτωση εμφάνισης μιας κρίσης (π.χ. μέσα μαζικής μεταφοράς, οδήγηση σε πολυσύχναστους δρόμους, θέατρα, εμπορικά κέντρα, γέφυρες, ανελκυστήρες). Εναλλακτικά μπορεί να απαιτεί την παρουσία ενός οικείου προσώπου για να τον συνοδεύει όταν πρόκειται να εκτεθεί σε τέτοιες καταστάσεις. Ένα μικρό ποσοστό ασθενών περιορίζουν τη δραστηριότητά τους αποκλειστικά εντός του σπιτιού με καταστροφικές συνέπειες για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Η διαταραχή πανικού προσβάλει το 3-4% του πληθυσμού, τις γυναίκες 2-3 φορές συχνότερα από τους άντρες. Η ηλικία έναρξης παρουσιάζει δύο αιχμές την πρώτη στα 15-25 χρόνια και τη δεύτερη στη μέση ηλικία. Η πορεία της διαταραχής χωρίς θεραπεία είναι χρόνια με εξάρσεις και υφέσεις, συχνά περνούν μέχρι και 10 χρόνια από την έναρξη των συμπτωμάτων μέχρι να τεθεί η σωστή διάγνωση. Σ’ αυτό το διάστημα οι ασθενείς προσφεύγουν σε γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων παραπονούμενοι για τα σωματικά συμπτώματα των κρίσεων πανικού και υποβάλλονται σε σωρεία εργαστηριακών εξετάσεων χωρίς παθολογικά ευρήματα.
Διαταραχή κοινωνικού άγχους
H διαταραχή κοινωνικού άγχους είναι η συχνότερη αγχώδης διαταραχή αν και τις περισσότερες φορές οι πάσχοντες δεν ζητούν βοήθεια. Ο πάσχων βιώνει έντονο άγχος και δυσφορία όταν πρόκειται όταν πρόκειται να βρεθεί στον ίδιο χώρο με άλλους ανθρώπους και να γίνει επίκεντρο προσοχής π.χ. σε μια συνάθροιση, σε συνέντευξη για δουλειά, όταν πρόκειται να πάρει το λόγο στην παρέα του ή σε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο, σε ένα ραντεβού με άτομο του άλλου φύλου. Οι ασθενείς εμφανίζονται ντροπαλοί όταν συναντούν άλλους ανθρώπους, παραμένουν σιωπηλοί και αποσυρμένοι στις παρέες ή σε κοινωνικές περιστάσεις που δεν τους είναι πολύ οικείες. Σε ορισμένες περιπτώσεις το άγχος αφορά ακόμα και καταστάσεις όπως το να γράψει ή να φάει κανείς μπροστά σε άλλους ή να πάει στην τουαλέτα. Συνοδά σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν κοκκίνισμα του προσώπου, τρέμουλο στα χέρια και στη φωνή, ξηροστομία, εφίδρωση. Ο χαρακτηριστικός φόβος αυτής της διαταραχής εστιάζεται στην πιθανότητα ο πάσχων να αξιολογηθεί αρνητικά από τους άλλους, να γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής, να συμπεριφερθεί με τρόπο που θα τον γελοιοποιήσει ή θα τον ταπεινώσει, να φανεί ανόητος ή ανεπαρκής. Οι παραπάνω φόβοι οδηγούν σε αποφυγή πολλών κοινωνικών καταστάσεων και επαφών με βαρύ κόστος για τον πάσχοντα σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Η διαταραχή κοινωνικού άγχους προσβάλει το 12% του γενικού πληθυσμού. Παρότι η αναλογία των φύλων είναι περίπου 1/1, περισσότεροι άνδρες παρά γυναίκες ζητούν βοήθεια ίσως επειδή οι κοινωνικοί ρόλοι των ανδρών απαιτούν συνήθως περισσότερες επαγγελματικές επαφές. Η μέση ηλικία έναρξης τοποθετείται στην εφηβεία και η διαταραχή είναι πολύ χρόνια και σπάνια παρουσιάζει βελτίωση χωρίς θεραπεία. Πολλοί άνθρωποι υποφέρουν για δεκαετίες χωρίς να γνωρίζουν την παθολογική φύση των συμπτωμάτων τους και την ύπαρξη αποτελεσματικών θεραπευτικών μεθόδων, νομίζοντας ότι πρόκειται για πρόβλημα του χαρακτήρα τους που δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει.
Διαταραχή σωματοποίησης
Η διαταραχή σωματοποίησης, η υποχονδρίαση και οι συναφείς διαταραχές είναι πολύ συχνές στην καθημερινή πράξη πολλών ιατρικών ειδικοτήτων, σπάνια όμως φτάνουν στην προσοχή των ψυχιάτρων. Αφορούν την παρουσία ποικιλίας σωματικών ενοχλημάτων και την έντονη ανησυχία για το ενδεχόμενο ύπαρξης σοβαρής σωματικής αρρώστιας. Οποιοδήποτε σωματικό σύμπτωμα μπορεί να εμφανιστεί. Οι χαρακτήρες των συμπτωμάτων είναι άτυποι, η εντόπισή τους στο σώμα και η περιγραφή τους ασαφείς, η έντασή τους είναι συνεχώς μεγάλη και πολύ ενοχλητική ενώ ο ασθενής δεν αναφέρει παράγοντες που τα ανακουφίζουν ή τα επιδεινώνουν. Τα συμπτώματα δεν ταιριάζουν με κάποια σωματική αρρώστια. Συνήθως υπάρχει μακροχρόνιο ιστορικό πολλών διαγνωστικών εξετάσεων, ενίοτε εξειδικευμένων, δαπανηρών ή επεμβατικών χωρίς παθολογικά ευρήματα. Οι διαγνωστικές εξετάσεις μπορεί να συγχέονται από τον ασθενή με θεραπευτικές παρεμβάσεις, ενώ σαφής διάγνωση δεν υπάρχει. Οι ασθενείς βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση γιατρών και δεν καθησυχάζονται από τις διαβεβαιώσεις περί μη ύπαρξης σωματικής αρρώστιας. Μπορεί να υπεραπασχολούνται με ζητήματα υγείας και διατροφής, ή να ψάχνουν πληροφορίες στο ίντερνετ ή σε βιβλία. Αρνούνται οποιεσδήποτε συναισθηματικές δυσκολίες ή τις αποδίδουν στα σωματικά τους προβλήματα. Η έναρξη είναι συνήθως πριν την ηλικία των 30 ετών και οι γυναίκες υπερέχουν σημαντικά έναντι των ανδρών.
Άλλες καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα
Στις περιπτώσεις εμφάνισης παθολογικού άγχους εκτός από τη λεπτομερή λήψη του ιστορικού, απαιτείται η διενέργεια ενός βασικού εργαστηριακού ελέγχου προκειμένου να τεκμηριωθεί η βασική σωματική κατάσταση του πάσχοντος και να αποκλειστούν κάποιες σωματικές νόσοι που μπορεί να εμφανιστούν με αγχώδη συμπτώματα. Ορισμένες μεταξύ αυτών είναι παθήσεις του θυρεοειδούς και άλλες ενδοκρινοπάθειες, ρευματικές (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος), καρδιολογικές (καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμίες), αναπνευστικές (άσθμα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια) και νευρολογικές νόσοι (πολλαπλή σκλήρυνση, βλάβες του αυτιού). Επίσης διάφορα φάρμακα μπορεί να προκαλούν αγχώδη συμπτωματολογία όπως η κορτιζόνη, η θυρορμόνη, οι β-διεγέρτες, αντιυπερτασικά και αντιαρρυθμικά φάρμακα και άλλα. Η καφείνη σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να προκαλέσει άγχος όπως και πολλές εξαρτησιογόνες ουσίες, κυρίως η κοκαίνη. Όταν η αγχώδης διαταραχή εμφανίζεται για πρώτη φορά σε άτομο άνω των 35 ετών χωρίς οικογενειακό ιστορικό παθολογικού άγχους, χωρίς πρόσφατη αύξηση στα επίπεδα του στρες, χωρίς σημαντική συμπεριφορά αποφυγής και με ανεπαρκή ανταπόκριση στη θεραπεία, τίθεται ισχυρή υποψία ύπαρξης κάποιας συγκεκριμένης ιατρικής κατάστασης υπεύθυνης για τα συμπτώματα.
Θεραπεία
Η θεραπεία των αγχωδών διαταραχών περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ή/και ψυχοθεραπεία. Ο κορμός της σύγχρονης φαρμακοθεραπείας των αγχωδών διαταραχών είναι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα και κυρίως τα νεότερα (SSRIs και SNRIs). Eίναι αποτελεσματικά στους περισσότερους ασθενείς με παθολογικό άγχος και πολύ καλά ανεκτά. Η δράση τους αρχίζει 1-2 εβδομάδες μετά την έναρξη της χορήγησης και μεγαλώνει κατά τις επόμενες εβδομάδες, ενώ διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα λαμβάνονται. Η έναρξη της αγωγής γίνεται συνήθως με χαμηλές δόσεις και προσεκτική παρακολούθηση και ενημέρωση του ασθενούς προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες στις οποίες οι αγχώδεις άνθρωποι είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι. Η φαρμακευτική αγωγή διαρκεί σε γενικές γραμμές περίπου ένα χρόνο. Στη συνέχεια και εφόσον ο ασθενής δεν έχει συμπτώματα και είναι πλήρως λειτουργικός στην καθημερινότητά του μπορεί να επιχειρηθεί σταδιακή διακοπή του φαρμάκου. Ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών υποτροπιάζουν μετά τη διακοπή οπότε χρειάζεται επανέναρξη της φαρμακευτικής αγωγής. Τα παλαιότερα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά είναι επίσης αποτελεσματικά στις αγχώδεις διαταραχές αλλά χρησιμοποιούνται λιγότερο λόγω των αυξημένων ανεπιθύμητων ενεργειών. Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δεν είναι εξαρτησιογόνα, δεν προκαλούν εθισμό. Η υποτροπή του άγχους που παρατηρείται σε πολλούς ασθενείς μετά τη διακοπή τους είναι φαινόμενο που χαρακτηρίζει όλες τις χρόνιες νόσους και δεν σηματοδοτεί εθισμό. Όταν κανείς διακόψει το αντιυπερτασικό του φάρμακο η αρτηριακή πίεση θα αυξηθεί. Το ίδιο συμβαίνει με το ζάχαρο του αίματος όταν διακοπεί το αντιδιαβητικό φάρμακο. Τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι περισσότερο εξαρτησιογόνα από τα αντιυπερτασικά, τα αντιδιαβητικά ή οποιαδήποτε άλλα φάρμακα χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική των χρονίων νοσημάτων.
Οι βενζοδιαζεπίνες είναι μια κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιείται ευρέως από πολλά χρόνια στη θεραπεία του παθολογικού άγχους. Περιλαμβάνει φάρμακα όπως η λοραζεπάμη (Τavor), η κλοναζεπάμη (Rivotril), η διαζεπάμη (Stedon), η βρωμαζεπάμη Lexotanil), η αλπραζολάμη (Xanax), η χλωροδιαζεποξείδη (Oasil), η κλοραζεπάτη (Tranxene), η πραζεπάμη (Centrac), η κλοβαζάμη (Frisium) αλλά και σχετικά νεότερα συναφή φάρμακα όπως η ζολπιδέμη (Stilnox), η ζοπικλόνη (Imovane) και η ζαλεπλόνη (Sonata). Οι βενζοδιαζεπίνες είναι αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση του άγχους και της αϋπνίας και έχουν άμεση έναρξη δράσης. Βοηθούν ιδιαίτερα στα σωματικά συμπτώματα του άγχους, είναι όμως ασθενέστερες στα ψυχολογικά συμπτώματα και κυρίως στην αποθάρρυνση και την κατάθλιψη που πολύ συχνά συνοδεύουν τις αγχώδεις διαταραχές. Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειές τους περιλαμβάνουν καταστολή, υπνηλία και αστάθεια και δυσκολίες στη μνήμη. Είναι τα μόνα ευρέως συνταγογραφούμενα ψυχιατρικά φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση με την έννοια της ανάγκης για σταδιακά αυξανόμενη δοσολογία καθώς η προηγούμενη δόση χάνει την αποτελεσματικότητά της και της εμφάνισης σοβαρών συμπτωμάτων κατά τη διακοπή τους. Έτσι ενδέχεται ένας ασθενής να μην μπορεί να διακόψει τη βενζοδιαζεπίνη ή να τη χρησιμοποιεί σε μεγαλύτερες από τις θεραπευτικές δόσεις ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Παρ’ όλα αυτά ο κίνδυνος εξάρτησης αφορά κυρίως ανθρώπους με προϋπάρχοντα προβλήματα εξάρτησης από αλκοόλ ή παράνομες ουσίες, όσους έχουν προβλήματα με τον έλεγχο του θυμού και της επιθετικότητάς τους και όσους υποφέρουν από χρόνιο πόνο. Σε όλους τους υπόλοιπους η πιθανότητα εξάρτησης είναι πολύ μικρή. Ο σωστότερος τρόπος χρήσης των βενζοδιαζεπινών είναι για μικρά χρονικά διαστήματα εκ των προτέρων καθορισμένα (2-4 εβδομάδες) και με στενή παρακολούθηση. Υπάρχουν όμως ασθενείς που χρησιμοποιούν βενζοδιαζεπίνες για μεγάλα χρονικά διαστήματα και ωφελούνται σταθερά από αυτές χωρίς ποτέ να αυξήσουν τη δόση.
Η γνωσιακή/συμπεριφορική ψυχοθεραπεία είναι η καλύτερα μελετημένη και αποτελεσματικότερη ψυχολογική θεραπεία των αγχωδών διαταραχών. Είναι εξίσου αποτελεσματική με τη φαρμακοθεραπεία, έχει συγκεκριμένη διάρκεια 4-5 μηνών και υπάρχουν ενδείξεις ότι τα αποτελέσματά της διαρκούν περισσότερο από τα αντίστοιχα των φαρμάκων μετά τη διακοπή της θεραπείας. Από την άλλη πλευρά η έναρξη της δράσης της καθυστερεί περισσότερο σε σχέση με τα φάρμακα, απαιτεί από τον ασθενή να επενδύσει σημαντικό χρόνο και κόπο στην εκτέλεση των απαραίτητων καθηκόντων, είναι αρκετά ακριβή και συχνά η διαθεσιμότητα εξειδικευμένων θεραπευτών είναι περιορισμένη.
Η γνωσιακή/συμπεριφορική προσέγγιση ξεκινά με ενημέρωση και εκπαίδευση του ασθενούς για τους μηχανισμούς του φυσιολογικού άγχους και τις παρεκκλίσεις τους που οδηγούν στο παθολογικό άγχος. Στη συνέχεια γίνεται εξάσκηση σε τεχνικές ρύθμισης της αναπνοής και προοδευτικής μυϊκής χαλάρωσης που βοηθούν στη μείωση του άγχους. Το κεντρικό μέρος της θεραπείας περιλαμβάνει κριτικό έλεγχο και τροποποίηση λανθασμένων και δυσλειτουργικών πεποιθήσεων του πάσχοντος που συντηρούν και εντείνουν το άγχος του. Παραδείγματα τέτοιων πεποιθήσεων είναι η τάση του να βγάζει εύκολα συμπεράσματα από ένα συγκεκριμένο γεγονός χωρίς να έχει στη διάθεσή του όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, να μεγιστοποιεί τις αρνητικές πλευρές των γεγονότων και να υπερεκτιμά τους κινδύνους ενώ ταυτόχρονα υποτιμά την ικανότητά του να τους αντιμετωπίζει, να βλέπει τα πράγματα σε μαύρο/άσπρο χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις. Επιπλέον γίνεται εκπαίδευση και εξάσκηση σε δεξιότητες αποτελεσματικής επικοινωνίας, αναγνώρισης, ιεράρχησης, έκφρασης και διεκδίκησης με εποικοδομητικό τρόπο των δικών του αναγκών, θέσεων και επιθυμιών καθώς και στην αποτελεσματική διαχείριση του χρόνου. Βασικό ρόλο στην αντιμετώπιση του παθολογικού άγχους έχει η βαθμιαία και συστηματική έκθεση του πάσχοντος στα αντικείμενα και τις καταστάσεις που του προκαλούν δυσφορία με τρόπο προσεκτικό και μελετημένο ώστε να διασφαλίζεται κατά το δυνατόν η επιτυχία. Από τον ασθενή ζητείται να καταγράφει με λεπτομέρεια σε ημερολόγιο τα συμβάντα που του προκαλούν άγχος μαζί με τις σχετιζόμενες σκέψεις, συναισθήματα, σωματικά ενοχλήματα και συμπεριφορές του. Ο κορμός της γνωσιακής/συμπεριφορικής θεραπείας του παθολογικού άγχους είναι ο ίδιος αλλά γίνονται τροποποιήσεις ανάλογα με την ιδιαίτερη έκφραση των συμπτωμάτων σε κάθε ασθενή.
Δημήτρης Γούσης MD, MSc
Ψυχίατρος, Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινής Ζωγράφου
Τηλ: 2107718320, 6977088325