Εισαγωγή

H άνοια είναι μια ιατρική νόσος που χαρακτηρίζεται από σημαντική έκπτωση των νοητικών λειτουργιών σε βαθμό που παρεμποδίζει την καθημερινή λειτουργικότητα του πάσχοντος. Η συχνότητα της άνοιας αυξάνεται εκθετικά με την αύξηση της ηλικίας διπλασιαζόμενη για κάθε 5ετία μετά τα 65 έτη. Έτσι το 1-2% των ανθρώπων ηλικίας 65 ετών πάσχουν από άνοια, ενώ το ποσοστό για τα άτομα 85 ετών ξεπερνά το 30% και συνεχίζει να αυξάνεται μέχρι την ηλικία των 100 ετών. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 30 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν άνοια, αριθμός που προβλέπεται να ξεπεράσει τα 42 εκατομμύρια το έτος 2020.

Συμπτώματα

Η άνοια είναι ένα σύνδρομο που μπορεί να οφείλεται σε πολλές διαφορετικές αιτίες. Η συνηθέστερη αιτία είναι η νόσος Αλτσχάιμερ που ευθύνεται για τα 2/3 των περιπτώσεων άνοιας. Η έναρξη της νόσου είναι ύπουλη και προοδευτική και συμβαίνει συνήθως μετά την ηλικία των 65 ετών. Τα πρώτα συμπτώματα αφορούν εξασθένιση της μνήμης. Τυπικά ο ασθενής ξεχνάει σημαντικά γεγονότα, ραντεβού ή υποχρεώσεις, επαναλαμβάνει τις ίδιες ερωτήσεις, τοποθετεί αντικείμενα σε λάθος μέρη και δεν μπορεί να τα βρεί. Δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τη ροή μιας συζήτησης, την πλοκή μιας κινηματογραφικής ταινίας, ενός τηλεοπτικού προγράμματος ή ενός βιβλίου. Η δυσλειτουργία της μνήμης αφορά πρόσφατα γεγονότα με τις παλαιότερες μνήμες να παραμένουν χαρακτηριστικά άθικτες τουλάχιστον στα πρώτα στάδια της άνοιας. Έτσι ο ασθενής θυμάται με κάθε λεπτομέρεια συμβάντα προηγούμενων δεκαετιών ενώ αδυνατεί να ανακαλέσει γεγονότα της τρέχουσας καθημερινότητάς του. Το μνημονικό έλλειμμα μπορεί να οδηγήσει σε αποπροσανατολισμό στο χώρο και οι ασθενείς μπορεί να χαθούν σε γνωστές διαδρομές με το αυτοκίνητο ή με τα πόδια ή ακόμα και μέσα στο σπίτι τους.

Μεταξύ των πρώιμων συμπτωμάτων είναι η δυσκολία στην ομιλία. Οι πάσχοντες δυσκολεύονται να βρουν την κατάλληλη λέξη και χρησιμοποιούν συχνά περιφράσεις ή ασαφείς προτάσεις για να περιγράψουν αυτό που θέλουν. Η δυσκολία αφορά αρχικά λιγότερο συνηθισμένες λέξεις αλλά προοδευτικά επεκτείνεται και σε απλές λέξεις. Σταδιακά επηρεάζεται η γραμματική και συντακτική δομή του λόγου και η ομιλία γίνεται ολοένα πιο απλή, «τηλεγραφική», με παραφασικά λάθη δηλαδή με χρησιμοποίηση λανθασμένων λέξεων.

Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εκτέλεση σύνθετων κινητικών πράξεων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στο ντύσιμο, στο μπάνιο και στην κουζίνα. Οι ασθενείς δυσκολεύονται να φορέσουν σωστά τα ρούχα τους ή να κουμπωθούν, δεν μπορούν να ετοιμάσουν τον καφέ τους ή ένα απλό γεύμα, αδυνατούν να πλυθούν σωστά ή να περιποιηθούν τον εαυτό τους στο μπάνιο. Οι παραπάνω δυσχέρειες δεν οφείλονται σε πρόβλημα κινητικότητας, αλλά σε αδυναμία οργάνωσης σύνθετων συμπεριφορών. Άλλες φορές ο πάσχων δεν αναγνωρίζει γνώριμα αντικείμενα ή οικεία πρόσωπα. Οι δυσκολίες στην αφηρημένη σκέψη και την επίλυση προβλημάτων είναι πολύ συνηθισμένες όπως φαίνεται από την αδυναμία ερμηνείας κοινών παροιμιών ή την αδυναμία εύρεσης ομοιοτήτων και διαφορών ανάμεσα σε αντικείμενα π.χ. ένα πουλί και ένα αεροπλάνο.

Η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών όπως περιγράφηκε παραπάνω έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα του αρρώστου. Η πληρωμή λογαριασμών και η γενικότερη διαχείριση οικονομικών καθίσταται δύσκολη, τα λάθη στον εργασιακό χώρο συχνά, η ενασχόληση με δραστηριότητες και ενδιαφέροντα περιορίζεται. Χαρακτηριστικά προβλήματα στα αρχικά στάδια σχετίζονται με τη δυσκολία του αρρώστου να ταξινομεί και να παίρνει μόνος του τα φάρμακά του, να χρησιμοποιεί μέσα μεταφοράς για τις μετακινήσεις του, να χειρίζεται το τηλέφωνο και να ετοιμάζει τα γεύματά του. Με την πάροδο του χρόνου η δυσλειτουργία γίνεται ολοένα μεγαλύτερη και επεκτείνεται σε βασικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής όπως το ντύσιμο, το πλύσιμο, το φαγητό, η έγερση από το κρεβάτι. Στα τελικά στάδια της νόσου ο ασθενής είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι, με ελάχιστη ή καμία λεκτική επικοινωνία, πλήρως εξαρτημένος από τους άλλους για την εξυπηρέτηση όλων των αναγκών του.

Πέρα από τις διαταραχές στις νοητικές λειτουργίες, η νόσος Αλτσχάιμερ συνοδεύεται συχνά και από άλλα συμπτώματα και διαταραχές της συμπεριφοράς. Το συχνότερο από αυτά είναι η απάθεια δηλαδή η αδιαφορία του ασθενούς για τον περίγυρό του, η έλλειψη κινητοποίησης και πρωτοβουλίας εκ μέρους του, η απόσυρσή του από πράγματα και δραστηριότητες που προηγουμένως τον ενδιέφεραν. Άλλες φορές μπορεί να εμφανιστεί άσκοπη περιπλάνηση πολύ μακριά από το σπίτι, διέγερση και επιθετική συμπεριφορά, λεκτική ή σωματική. Η παρουσία παραληρητικών ιδεών ή ψευδαισθήσεων είναι συνήθης. Ο ασθενής μπορεί να πιστεύει ότι έχει πέσει θύμα κλοπής από τους οικείους του, ότι η σύντροφός του τον απατά, ότι ξένοι άνθρωποι βρίσκονται μέσα στο σπίτι του ή ότι γεγονότα που παρακολουθεί στην τηλεόραση συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή μπροστά του. Μπορεί να μην αναγνωρίζει τους οικείους του και να πιστεύει ότι έχουν αντικατασταθεί από άλλα πρόσωπα. Τέλος, η κατάθλιψη είναι συχνό σύμπτωμα στην άνοια. Όλα τα παραπάνω συμπεριφορικά συμπτώματα έχουν μεγάλη σημασία γιατί επιβαρύνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής του αρρώστου και των οικείων του και αποτελούν τη βασικότερη αιτία μακροχρόνιας ιδρυματικής νοσηλείας.

Εκτός από τη νόσο Αλτσχάιμερ άλλες συνήθεις άνοιες είναι η αγγειακή άνοια και η άνοια με σωμάτια Λέβυ καθεμιά από τις οποίες ευθύνεται για το 15-20% των ανοιών. Η αγγειακή άνοια χαρακτηρίζεται από την παρουσία σημαντικής αγγειακής παθολογίας στον εγκέφαλο. Αυτή η παθολογία μπορεί να πάρει τη μορφή σαφών εγκεφαλικών επεισοδίων που οδήγησαν σε νοσηλεία ή διάχυτων βλαβών στα αγγεία του εγκεφάλου που δεν έγιναν κλινικά αντιληπτές. Η κλινική εικόνα της αγγειακής άνοιας ακολουθεί το γενικό πρότυπο που περιγράφηκε παραπάνω για τη νόσο Αλτσχάιμερ με ορισμένες διαφορές. Η έναρξη μπορεί να είναι απότομη μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και η πορεία κλιμακωτή καθώς προστίθενται καινούριες αγγειακές βλάβες με χρονικά διαστήματα σταθερότητας μεταξύ τους. Στα αρχικά στάδια η προσβολή της μνήμης είναι μικρότερη σε σχέση με τη νόσο Αλτσχάιμερ και κυριαρχούν διαταραχές προσοχής, συγκέντρωσης και ταχύτητας στην επεξεργασία πληροφοριών. Η κατάθλιψη είναι συχνότερη όπως και οι διαταραχές βάδισης και η ακράτεια ούρων.

Η άνοια με σωμάτια Λέβυ είναι ουσιαστικά μια μεικτή μορφή νόσου Αλτσχάιμερ και νόσου Πάρκινσον. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της είναι η παρουσία παρκινσονικών συμπτωμάτων (τρόμου, δυσκαμψίας, βραδυκινησίας), η πολύ συχνή εμφάνιση ζωηρών έγχρωμων οπτικών ψευδαισθήσεων που παριστάνουν ανθρώπους ή ζώα και οι σημαντικές διακυμάνσεις στη νοητική λειτουργία με διαστήματα διαύγειας εναλλασσόμενα με πλήρη σύγχυση ακόμα και μέσα στην ίδια ημέρα. Επιπλέον οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν μια χαρακτηριστική διαταραχή του ύπνου κατά την οποία βιώνουν πολύ έντονα και δραματικά όνειρα και αντιδρούν με βίαιο τρόπο κατά τον ύπνο τους με αποτέλεσμα να αυτοτραυματίζονται ή να τραυματίζουν το/τη σύντροφό τους. Οι διαταραχές της ούρησης, η υπόταση και οι πτώσεις είναι συχνές στην άνοια με σωμάτια Λέβυ.

Μια λιγότερο συχνή μορφή άνοιας είναι η μετωποκροταφική η οποία στα αρχικά της στάδια χαρακτηρίζεται από αλλαγές στην κοινωνική συμπεριφορά και στην ομιλία με περιορισμένη προσβολή της μνήμης. Χαρακτηριστικά οι ασθενείς γίνονται βαθμιαία εγωκεντρικοί και απαθείς, αδιάφοροι για τον περίγυρό τους. Αδιαφορούν για την προσωπική τους υγιεινή, κάνουν ανάρμοστα αστεία, χρησιμοποιούν ακατάλληλη γλώσσα, είναι ευερέθιστοι και εκρηκτικοί, δεν έχουν επίγνωση των επιπτώσεων της συμπεριφοράς τους στους άλλους. Προσηλώνονται σε συγκεκριμένες τελετουργίες και ρουτίνες που πρέπει να εφαρμόζονται απαράλλακτα, αλλάζουν διατροφικές συνήθειες με αυξημένη πρόσληψη τροφής ή κατάχρηση αλκοόλ. Η ομιλία τους περιορίζεται δραστικά σε ποσότητα, γίνεται στερεότυπη και καταλήγει σε πλήρη αλαλία. Η έναρξη της μετωποκροταφικής άνοιας είναι συνήθως πρωιμότερη από αυτή της νόσου Αλτσχάιμερ.

Αιτιολογία - Πορεία

Ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη άνοιας είναι η ηλικία. Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άνδρες. Η κληρονομική επιβάρυνση παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Το ιστορικό σοβαρού τραυματισμού στο κεφάλι και το ιστορικό κατάθλιψης αυξάνουν τον κίνδυνο άνοιας. Οι αγγειακοί παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, παχυσαρκία και έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, αυξημένη χοληστερίνη και αρτηριακή πίεση, σακχαρώδης διαβήτης) αυξάνουν τον κίνδυνο, ενώ η υψηλή νοημοσύνη και μόρφωση, το απαιτητικό εργασιακό περιβάλλον και η νοητική δραστηριότητα και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ δρουν προστατευτικά.

Για τη διάγνωση της άνοιας απαιτείται λήψη λεπτομερούς ιστορικού από τον ίδιο τον άρρωστο και απαραιτήτως από κάποιον πληροφοριοδότη που τον γνωρίζει καλά, πλήρης ψυχιατρική και νευρολογική εξέταση και επιλεγμένες εργαστηριακές εξετάσεις. Οι τελευταίες έχουν στόχο τον αποκλεισμό δυνητικά αναστρέψιμων αιτίων άνοιας και τον καθορισμό της βασικής κατάστασης της υγείας του πάσχοντος. Ο αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος συμπληρώνεται από μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου.

H ακριβής αιτιολογία της άνοιας δεν είναι πλήρως διευκρινισμένη. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή η ανώμαλη επεξεργασία μιας πρωτεϊνης στον εγκέφαλο οδηγεί στην παραγωγή τοξικών προιόντων. Τα τελευταία αρχικά διαταράσσουν την επικοινωνία μεταξύ των νευρικών κυττάρων και στη συνέχεια προκαλούν εκφύλιση και θάνατό τους. Η διαδικασία αυτή ξεκινά πολλά χρόνια πριν γίνουν φανερά τα πρώτα συμπτώματα της άνοιας. Ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να αντισταθμίζει την απώλεια κυττάρων μέχρις ενός κρίσιμου ορίου. Όταν το όριο αυτό ξεπεραστεί, η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών εκφράζεται στην καθημερινότητα.

Η άνοια είναι μια μη αναστρέψιμη κατάσταση που αναπόφευκτα οδηγεί σε πλήρη αναπηρία και θάνατο. Ωστόσο το χρονικό διάστημα από την αρχική διάγνωση μέχρι το θάνατο μπορεί να διαφέρει από άρρωστο σε άρρωστο από 1 μέχρι 20 χρόνια. Η πρώιμη ηλικία έναρξης, η βαρύτητα των συμπτωμάτων κατά τη διάγνωση, η παρουσία παρκινσονικών εκδηλώσεων, παραληρητικών ιδεών ή ψευδαισθήσεων είναι παράγοντες που προμηνύουν δυσμενέστερη πορεία.

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση της άνοιας περιλαμβάνει φαρμακολογικές και μη φαρμακολογικές μεθόδους και αποσκοπεί στη βελτιστοποίηση της προσαρμογής και της λειτουργικότητας, στη μείωση των κινδύνων και στο σχεδιασμό για το μέλλον σε κάθε στάδιο της νόσου. Τα αντιανοϊκά φάρμακα περιλαμβάνουν τη δονεπεζίλη (Αricept), ριβαστιγμίνη (Exelon), γαλανταμίνη (Reminyl) και μεμαντίνη (Ebixa). Τα φάρμακα αυτά επιβραδύνουν την εξέλιξη της άνοιας κατά 6-12 μήνες, βελτιώνουν τη λειτουργική ικανότητα του αρρώστου σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής και περιορίζουν τη διαταρακτική συμπεριφορά. Συνήθως γίνονται πολύ καλά ανεκτά και οι ανεπιθύμητες ενέργειές τους (γαστρεντερικά συμπτώματα, δυσάρεστα όνειρα, μυϊκές κράμπες) είναι ήπιες και περιορίζονται στα αρχικά στάδια της θεραπείας. Αυξημένη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με καρδιολογικά προβλήματα που προκαλούν βραδυκαρδία. Η χορήγησή τους συνεχίζεται για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται ότι διατηρούν την αποτελεσματικότητά τους.

Η κατάθλιψη στην άνοια αντιμετωπίζεται με αντικαταθλιπτικά φάρμακα όταν είναι σοβαρή. Σε ηπιότερες περιπτώσεις μπορεί να αντιμετωπιστεί μη φαρμακολογικά με ψυχολογική υποστήριξη, σχεδιασμό ευχάριστων δραστηριοτήτων και κοινωνική αλληλεπίδραση. Τα συμπτώματα της διέγερσης, επιθετικότητας και ψύχωσης είναι από τα δυσκολότερα στην αντιμετώπιση λόγω του διαταρακτικού χαρακτήρα τους και των σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών που μπορεί να προκληθούν από τα αντιψυχωτικά φάρμακα. Γι’ αυτό συνιστάται αρχικά η συντηρητική τους αντιμετώπιση με τροποποίηση των περιβαλλοντικών συνθηκών και της επικοινωνίας με τον ασθενή. Σε περίπτωση επίμονων ή σοβαρών συμπτωμάτων που θέτουν σε κίνδυνο τον ίδιο τον άρρωστο ή τους οικείους του, η προσεκτική χορήγηση αντιψυχωτικών καθίσταται αναγκαία. Το χρονικό διάστημα χορήγησής τους πρέπει να είναι το μικρότερο δυνατό και η ανάγκη για συνέχιση της αγωγής να επαναξιολογείται συχνά.

Σε κάθε στάδιο της άνοιας είναι σημαντική η παροχή έγκυρης πληροφόρησης και συμβουλευτικής τόσο προς τον ίδιο τον άρρωστο, ανάλογα με τις νοητικές του ικανότητες, όσο και προς τους οικείους του. Ζητήματα που πρέπει να καλυφθούν αφορούν την ανάγκη για δόμηση και ρουτίνα στην καθημερινότητα, τη χρήση μνημονικών βοηθημάτων όπως ημερολόγια και λίστες, την απλοποίηση των δραστηριοτήτων, τη βελτιστοποίηση της λεκτικής επικοινωνίας που πρέπει να είναι απλή, σύντομη και πρόσωπο με πρόσωπο, τη συμμετοχή σε ευχάριστες δραστηριότητες, τη φροντίδα της γενικής σωματικής υγείας και το σχεδιασμό για το μέλλον. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζονται οι ανάγκες των οικείων του ασθενούς καθώς οι απαιτήσεις της φροντίδας του μπορεί να τους επιβαρύνουν υπερβολικά με κόστος για τη σωματική και ψυχική τους υγεία.

Δημήτρης Γούσης MD, MSc

Ψυχίατρος, Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινής Ζωγράφου

Τηλ: 2107718320, 6977088325