Εισαγωγή

Η σχιζοφρένεια είναι μια χρόνια νόσος του εγκεφάλου που προσβάλλει περίπου το 1% των ανθρώπων παγκοσμίως. Είναι ελάχιστα κατανοητή από το ευρύ κοινό και συνδυάζεται με πολλές παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις που δημιουργούν προβλήματα στους πάσχοντες και στις οικογένειές τους. Η σημαντική πρόοδος των τελευταίων δεκαετιών στη μελέτη του εγκεφάλου και των λειτουργιών του μας επιτρέπει σήμερα να γνωρίζουμε πολύ περισσότερα πράγματα για τη νόσο και να μπορούμε να τη μεταθέσουμε από το πεδίο του αινιγματικού, μυστηριώδους και απειλητικού στο πεδίο της λογικής. Αυτό είναι το πρώτο βήμα για την ανακούφιση του πόνου των ασθενών.

Ο προσφορότερος τρόπος για την κατανόηση των συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας είναι η προσεκτική μελέτη της υποκειμενικής προσωπικής εμπειρίας των ασθενών. Κανένα σύμπτωμα από μόνο του δεν αρκεί για τη διάγνωση της αρρώστιας. Οποιοδήποτε σύμπτωμα μπορεί να εμφανιστεί και σε άλλες ιατρικές καταστάσεις. Από την άλλη μεριά, κανένα σύμπτωμα δεν είναι αναγκαστικά παρόν σε όλους τους πάσχοντες. Ο κάθε ασθενής βιώνει το δικό του συνδυασμό συμπτωμάτων που μπορεί να περιλαμβάνει μεγαλύτερη ένταση κάποιων συμπτωμάτων και μικρότερη κάποιων άλλων. Δεν υπάρχει καμιά εργαστηριακή μέθοδος που να επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Η διάγνωση βασίζεται αποκλειστικά στη συζήτηση εξειδικευμένου επαγγελματία με τον ασθενή και τους οικείους του και στην εξονυχιστική διερεύνηση των συμπτωμάτων και της πορείας τους στο χρόνο. Ο στόχος ορισμένων επιλεγμένων εργαστηριακών εξετάσεων είναι μόνο ο αποκλεισμός άλλων ιατρικών καταστάσεων που μπορεί να ευθύνονται για τα συμπτώματα.

Συμπτώματα

Η τροποποίηση της αισθητηριακής αντίληψης είναι από τα συχνότερα και πρωιμότερα σημάδια της αρρώστιας. Όλες οι αισθήσεις μπορεί να επηρεαστούν, κυρίως όμως η ακοή και η όσφρηση. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο ασθενής αρχίζει να αντιλαμβάνεται ερεθίσματα του περιβάλλοντος που συνήθως περνούν στο περιθώριο της συνείδησης. Παραδείγματος χάριν, ακούει όλους τους θορύβους του περιβάλλοντος και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση και σαφήνεια, αντιλαμβάνεται τα χρώματα, τα σχήματα και τις υφές των αντικειμένων πιο έντονα, πιο ζωηρά, κάποιες φορές να ανακατεύονται μεταξύ τους. Μπορεί να έχει συνειδητή επίγνωση σωματικών λειτουργιών που τις περισσότερες φορές δεν προσέχουμε όπως το πού βρίσκονται κάθε στιγμή τα χέρια ή τα πόδια του, τι γωνία σχηματίζουν οι αρθρώσεις του, πώς χτυπάει η καρδιά του ή γουργουρίζει η κοιλιά του. Κατακλύζεται από ερεθίσματα τα οποία δεν μπορεί να φιλτράρει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να φαίνεται στους άλλους αφηρημένος, διασπασμένος, απορροφημένος σε κάτι που οι άλλοι δεν μπορούν να αντιληφθούν. Τις περισσότερες φορές αυτή η πλημμύρα ερεθισμάτων βιώνεται ως δυσάρεστη, απειλητική, προκαλεί σύγχυση και φόβο. Λιγότερο συχνά και μόνο στα πολύ πρώιμα στάδια μπορεί να είναι ευχάριστη, αποκαλυπτική, διευρυντική. Συχνά ο ασθενής προσπαθεί να ερμηνεύσει την εμπειρία του με θρησκευτικούς όρους και αισθάνεται ότι έχει εγκαταστήσει μια προνομιακή σχέση με το Θεό.

Ένα δεύτερο κεντρικό πρόβλημα στη σχιζοφρένεια σχετίζεται με τη δυσκολία στην ταξινόμηση, ερμηνεία και απόκριση στα ερεθίσματα. Οι άνθρωποι που πάσχουν δυσκολεύονται να εξάγουν τη συνολική εικόνα από τα επιμέρους στοιχεία της, την κεντρική ιδέα από το σύνολο των λεπτομερειών. Παραδείγματος χάριν, βλέπουν το πρόσωπο του συνομιλητή τους και αναγκάζονται να εστιάζουν ξεχωριστά στα επιμέρους χαρακτηριστικά του (μάτια, μαλλιά, μύτη) χωρίς να μπορούν να τα συνθέσουν σε ένα ενιαίο σύνολο. Ακούνε την προφορική ομιλία ή διαβάζουν το γραπτό κείμενο, καταλαβαίνουν άριστα την κάθε ξεχωριστή λέξη αλλά χρειάζεται να καταβάλλουν βασανιστική προσπάθεια για να κατανοήσουν το συνολικό νόημα. Δυσκολεύονται πολύ να συνδυάσουν ερεθίσματα διαφορετικών αισθήσεων. Όταν βλέπουν τηλεόραση ή παρακολουθούν μια κινηματογραφική ταινία, δυσκολεύονται να συνδυάσουν τον ήχο με την εικόνα και να διατηρήσουν αντίληψη της πλοκής. Τα παραπάνω ελλείμματα καθιστούν ιδιαιτέρως δυσχερή και οδυνηρή την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους και εξηγούν γιατί οι ασθενείς με σχιζοφρένεια συχνά προτιμούν να απομονώνονται ερχόμενοι σε επαφή με άλλους μόνο για τα απολύτως απαραίτητα.

Παρόμοια συμπτώματα εμφανίζονται στην κινητική δραστηριότητα και τη συμπεριφορά των ασθενών. Όταν πρέπει να προβούν ακόμα και σε μια απλή ενέργεια, π.χ. να σηκωθούν από το σαλόνι και να πάνε στην κουζίνα να πιουν ένα ποτήρι νερό, αναγκάζονται να αναλύσουν τη διαδικασία στα επιμέρους κομμάτια της (να σηκωθούν, να περπατήσουν, να ανοίξουν το ντουλάπι, να πάρουν το ποτήρι, να κλείσουν το ντουλάπι, να ανοίξουν τη βρύση κ.ο.κ.). Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι περίεργο που πολλές φορές προτιμούν να μένουν αδρανείς.

Οι διαδικασίες της σκέψης και της ομιλίας επηρεάζονται με παρόμοιους τρόπους. Ο ασθενής ξεκινά να σκέπτεται ή να μιλά για κάτι, σύντομα όμως αρχίζει να αποσπάται, να παρεκκλίνει από τον αρχικό του στόχο καθώς άλλες σκέψεις και επουσιώδεις λεπτομέρειες παρεισφρύουν. Το αποτέλεσμα στο συνομιλητή είναι προβλέψιμο. Η συντακτική και γραμματική δομή της πρότασης μπορεί να είναι σωστές, απλώς όμως δεν βγαίνει ένα συνεκτικό νόημα με αποτέλεσμα ο ακροατής να αισθάνεται αμηχανία που δεν κατάλαβε και να ζητά επανάληψη.

Το παραλήρημα και οι ψευδαισθήσεις είναι τα πιο γνωστά στο ευρύ κοινό συμπτώματα της σχιζοφρένειας και λόγω του θορυβώδους και ενίοτε δραματικού χαρακτήρα τους προβάλλονται κατ’ εξοχήν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όταν γίνονται αναφορές στη νόσο. Αναμφίβολα πρόκειται για κεντρικά συμπτώματα της αρρώστιας, αλλά μπορεί να εμφανιστούν και σε άλλες ιατρικές καταστάσεις. Παρά την εξωπραγματική τους φύση, αποτελούν λογική απόρροια των προηγούμενων συμπτωμάτων δηλαδή της τροποποιημένης αισθητηριακής αντίληψης και της αδυναμίας σύνθεσης, ερμηνείας και κατάλληλης απόκρισης στα ερεθίσματα.

Το παραλήρημα είναι μια λανθασμένη πεποίθηση που δεν διορθώνεται με λογικά επιχειρήματα και δε συμβαδίζει με το μορφωτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο του ασθενούς. Συνήθως βασίζεται σε ένα αισθητηριακό ερέθισμα το οποίο στη συνέχεια παρερμηνεύεται. Ένας κοινός τύπος παραληρήματος αφορά την πεποίθηση ότι τυχαία γεγονότα του περιβάλλοντος σχετίζονται με ειδικό και αποκλειστικό τρόπο με τον πάσχοντα. Όταν περπατάμε στο πεζοδρόμιο και διασταυρωθούμε με κάποιον που βήχει, πιθανόν θα σκεφτούμε στιγμιαία ότι έχει ένα κρυολόγημα ή το γεγονός θα μας αφήσει αδιάφορους ή δεν θα το αντιληφθούμε καν. Ο ασθενής με σχιζοφρένεια θα το αντιληφθεί και θα το προσέξει οπωσδήποτε και είναι πιθανό να το παρερμηνεύσει, ενδεχομένως ως ειδικό μήνυμα που αφορά τον ίδιο (ίσως ως προσπάθεια μόλυνσής του από κάποιο ιό). Η βεβαιότητά του είναι ακλόνητη και βρίσκεται σε εγρήγορση για αναζήτηση επιπλέον «τεκμηρίων» που θα ενισχύσουν το συλλογισμό του. Εάν λίγο παρακάτω διασταυρωθεί με ένα ασθενοφόρο με αναμμένη σειρήνα, το παραλήρημα διευρύνεται και ενισχύεται και αν λίγα λεπτά μετά παραπατήσει σε μια μικρή λακκούβα του πεζοδρομίου όλα γίνονται ξεκάθαρα και η κακόβουλη υπονόμευσή του απολύτως φανερή.

Τα παραληρήματα που περιλαμβάνουν πεποιθήσεις ότι το άτομο διώκεται, υπονομεύεται, γίνεται στόχος συνωμοσίας ή κακόβουλης εκμετάλλευσης ονομάζονται παρανοειδή. Άλλες φορές το περιεχόμενο του παραληρήματος είναι μεγαλειώδες και περιλαμβάνει ισχυρισμούς παντοδυναμίας, προνομιακής σχέσης με το Θεό, ειδικής και βαρυσήμαντης αποστολής, αμύθητου πλούτου, κορυφαίας νοημοσύνης, εξαιρετικής ομορφιάς ή σεξουαλικής ικανότητας. Επιπλέον απαντώνται παραληρητικές ιδέες ζηλοτυπίας (ο ασθενής πιστεύει ότι ο ερωτικός του σύντροφος τον απατά) ή ερωτομανιακές (ο ασθενής πιστεύει ότι ένα πρόσωπο ανώτερου κοινωνικού ή οικονομικού επιπέδου που μπορεί να είναι διάσημο είναι ερωτευμένο μαζί του) . Η προσπάθεια να μεταπειστεί ο πάσχων με λογικά επιχειρήματα είναι μάταιη και αντιπαραγωγική.

Οι ψευδαισθήσεις είναι επίσης κεντρικό σύμπτωμα της σχιζοφρένειας και αφορούν αντίληψη ερεθισμάτων τα οποία δεν υπάρχουν. Αποτελούν ουσιαστικά επιδείνωση των διαταραχών στην αισθητηριακή αντίληψη που χαρακτηρίζουν τα αρχικά στάδια της νόσου. Οι συχνότερες ψευδαισθήσεις είναι οι ακουστικές που μπορούν να πάρουν πολλές μορφές. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπινες ομιλίες από έναν ή περισσότερους ανθρώπους. Οι φωνές μπορεί να είναι γνωστές ή άγνωστες, να συνομιλούν μεταξύ τους αναφερόμενες στον πάσχοντα στο τρίτο πρόσωπο, να σχολιάζουν την κάθε του κίνηση ή να επαναλαμβάνουν τις σκέψεις του. Τις περισσότερες φορές το περιεχόμενο των φωνών είναι δυσάρεστο, επικριτικό, υβριστικό ή προτρεπτικό για συγκεκριμένες πράξεις. Οι ασθενείς αντιδρούν συχνά με ενόχληση, δυσφορία, θυμό, ανταπαντούν στις φωνές. Κάποιες φορές δεν αποκαλύπτουν το περιεχόμενό τους λόγω ντροπής. Πολύ λιγότερο συχνά οι φωνές μπορεί να είναι ευχάριστες, παρηγορητικές. Οπτικές ψευδαισθήσεις μπορεί να εμφανιστούν κυρίως στα αρχικά στάδια της αρρώστιας σε συνδυασμό με ακουστικές. Σπανιότερες είναι οι γευστικές ή οσφρητικές ψευδαισθήσεις. Όπως με τα παραληρήματα, έτσι και με τις ψευδαισθήσεις ο ασθενής είναι ακλόνητα πεπεισμένος για τη γνησιότητα των βιωμάτων του και κάθε προσπάθεια λογικής αμφισβήτησης είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το παραλήρημα και οι ψευδαισθήσεις είναι έκφραση της διαταραγμένης λειτουργίας του εγκεφάλου και συχνά αναφέρονται με τον όρο «θετικά συμπτώματα».

Προέκταση των ψευδαισθητικών εμπειριών αποτελούν οι αλλαγές στον τρόπο αντίληψης του εαυτού και του σώματος. Υπό φυσιολογικές συνθήκες έχουμε σαφή εικόνα για το σώμα μας και τα όριά του, δεν αμφιβάλλουμε ότι το χέρι ή το πόδι μας είναι πραγματικά δικά μας. Συχνά στη σχιζοφρένεια τα όρια αυτά γίνονται ασαφή και δυσδιάκριτα. Ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται ξένος προς τον εαυτό του, «σαν ρομπότ ή ζόμπι», να νιώθει τα μέλη του σώματός του να αυτονομούνται από τον ίδιο και να λειτουργούν ανεξάρτητα από τη βούλησή του, να αναγνωρίζει μέρη του εαυτού του σε άλλα πρόσωπα και να μην μπορεί να διακριβώσει πού τελειώνει το δικό του σώμα και πού αρχίζει το σώμα των άλλων.

Οι αλλαγές στη συναισθηματική έκφραση είναι από τα συνηθέστερα και χαρακτηριστικότερα συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Στα αρχικά στάδια κυριαρχούν αισθήματα αμηχανίας, άγχους, θλίψης, ενοχής, έντονου φόβου καθώς ο ασθενής προσπαθεί να κατανοήσει τα καινοφανή βιώματά του και να διατηρήσει την επαφή του με την πραγματικότητα. Στην πορεία της νόσου προεξάρχουν η συναισθηματική απροσφορότητα, η συναισθηματική άμβλυνση και επιπέδωση. Ο ασθενής μπορεί να συζητά ένα σοβαρό θέμα και αιφνιδίως να ξεσπά σε φαινομενικώς αναίτια γέλια ή το αντίστροφο. Ενδέχεται να αδυνατεί να βιώσει οποιοδήποτε συναίσθημα ευχάριστο ή δυσάρεστο και να παραμένει απαθής σε ό,τι συμβαίνει γύρω του προς μεγάλη απογοήτευση και θλίψη των οικείων του. Συνοδά συμπτώματα αποτελούν μια γενικευμένη επιβράδυνση των κινήσεων και της συμπεριφοράς, μείωση της πρωτοβουλίας και του ενδιαφέροντος, φτώχεια στη σκέψη και την ομιλία, αδιαφορία για τα τεκταινόμενα στο περιβάλλον. Όλα τα παραπάνω συμπτώματα που περιγράφονται με το γενικό όρο «αρνητικά» προκαλούν μεγάλη αναπηρία και διαταράσσουν σοβαρά τις διαπροσωπικές σχέσεις του πάσχοντος.

Ένα ακόμα βασικό πρόβλημα στη σχιζοφρένεια είναι ότι συχνά ο ασθενής δεν αντιλαμβάνεται και δεν αποδέχεται ότι νοσεί. Η έλλειψη εναισθησίας δηλαδή επίγνωσης του νοσηρού είναι ο βασικότερος λόγος αναγκαστικής νοσηλείας με εισαγγελική παρέμβαση και επηρεάζει αρνητικά τη συνεργασία στη λήψη απαραίτητης φαρμακευτικής αγωγής. Η έλλειψη εναισθησίας έχει βιολογική βάση, οφείλεται στη δυσλειτουργία του εγκεφάλου και δεν συνιστά ελάττωμα του χαρακτήρα για το οποίο ο ασθενής φέρει προσωπική ευθύνη. Μπορεί να διακυμαίνεται σε ένταση και να μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχουν ασθενείς που αναπτύσσουν επίγνωση της αρρώστιας τους μετά από χρόνια άρνησης.

Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο εγκέφαλος των ανθρώπων που πάσχουν από σχιζοφρένεια δυσλειτουργεί σοβαρά. Με δεδομένο ότι ο εγκέφαλος είναι το όργανο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε, σκεπτόμαστε, επικοινωνούμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο, μπορεί κανείς να φανταστεί την τιτάνια προσπάθεια των ασθενών να διατηρήσουν ψυχική ισορροπία.

Άλλες καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα

Πολλές φορές ο όρος «σχιζοφρένεια» χρησιμοποιείται με ανακριβή και παραπλανητικό τρόπο από το ευρύ κοινό και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αναφορά γίνεται συνήθως σε σχέση με τη «διχασμένη προσωπικότητα». Η τελευταία αφορά μια κατάσταση κατά την οποία δυο ή περισσότερες προσωπικότητες με διαφορετικά χαρακτηριστικά αναλαμβάνουν εναλλάξ τον έλεγχο της σκέψης και της συμπεριφοράς του ίδιου ανθρώπου. Η εγκυρότητα και η ίδια η ύπαρξη αυτής της κατάστασης είναι απολύτως αμφιλεγόμενες στην ψυχιατρική βιβλιογραφία. Σε κάθε περίπτωση, η σχιζοφρένεια είναι μια βιολογική δυσλειτουργία του εγκεφάλου και δεν έχει την παραμικρή σχέση με «διπλή ή διχασμένη προσωπικότητα». Η προσωπικότητα του ασθενούς παραμένει μία και ενιαία σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του.

Το αλκοόλ και οι περισσότερες παράνομες εξαρτησιογόνες ουσίες μπορούν να προκαλέσουν συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά της σχιζοφρένειας. Αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν για την κοκαίνη, τις αμφεταμίνες και τα παράγωγά τους (ecstacy), το LSD, την ινδική κάνναβη και κάποιες ουσίες που δεν χρησιμοποιούνται συχνά στην Ελλάδα (φαινκυκλιδίνη, κεταμίνη). Γι’ αυτό είναι σημαντικό να γνωρίζουμε εάν ο ασθενής που εμφανίζει ψυχωτικά συμπτώματα κάνει χρήση ουσιών. Εάν τα συμπτώματα οφείλονται στις ουσίες, αναμένεται αυτά να υποχωρήσουν πλήρως μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες από τη διακοπή της χρήσης. Από την άλλη πλευρά, πολλές φορές η χρήση ουσιών συνυπάρχει με τη σχιζοφρένεια επιβαρύνοντας σημαντικά την πορεία και την πρόγνωσή της. Τέλος η κατάχρηση ουσιών μπορεί να δράσει ως πυροδοτικός μηχανισμός για την έναρξη σχιζοφρένειας.

Μια μεγάλη ποικιλία συνταγογραφούμενων φαρμάκων μπορεί να προκαλέσουν παροδικά ψυχωτικά συμπτώματα. Μεταξύ τους τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα είναι η κορτιζόνη και τα φάρμακα της νόσου Πάρκινσον. Επιπλέον, πολλές άλλες ιατρικές παθήσεις που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την εγκεφαλική λειτουργία σχετίζονται με σχιζοφρενική συμπτωματολογία. Ανάμεσά τους οι σημαντικότερες είναι η επιληψία, ο σοβαρός τραυματισμός στο κεφάλι, οι άνοιες, οι όγκοι και οι λοιμώξεις του εγκεφάλου, οι ενδοκρινικές κα ρευματικές παθήσεις. Είναι σημαντικό να γίνεται ένας πλήρης εργαστηριακός έλεγχος για να αποκλειστούν τέτοιες καταστάσεις σε κάθε περίπτωση πρώτης εμφάνισης σχιζοφρενικών συμπτωμάτων.

Πορεία και πρόγνωση

Η έναρξη της νόσου τοποθετείται συνήθως μεταξύ 15 και 35 ετών. Έναρξη σχιζοφρένειας πριν ή μετά από αυτό το ηλικιακό φάσμα είναι ασυνήθιστη αλλά υπαρκτή. Οι άντρες προσβάλλονται περίπου 30% συχνότερα από τις γυναίκες. Η έναρξη της νόσου τους είναι πρωιμότερη κατά 5 περίπου χρόνια σε σχέση με των γυναικών. Η έναρξη της σχιζοφρένειας κάποιες φορές είναι αιφνίδια και θορυβώδης, αλλά συχνότερα είναι βαθμιαία. Οι περισσότεροι ασθενείς και οι οικογένειές τους περιγράφουν ένα πρόδρομο στάδιο διάρκειας δύο ή περισσότερων ετών. Τα συμπτώματα και οι αλλαγές στη συμπεριφορά που πρέπει να κινήσουν υποψίες και να κινητοποιήσουν διερεύνηση περιλαμβάνουν τα εξής: κατάθλιψη, αλλαγές στην κοινωνικότητα και κυρίως απόσυρση, αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου ή του φαγητού ή στη φροντίδα της εμφάνισης και της προσωπικής υγιεινής, αλλαγές στις επιδόσεις στο σχολείο ή στη δουλειά, αυξημένη καχυποψία, περίεργες ή ασυνήθιστες σκέψεις, καινούρια σωματικά ενοχλήματα, αλλαγές στη συναισθηματική επαφή.

Ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών με σχιζοφρένεια παρουσίαζαν διαφορές από τους συνομηλίκους τους κατά την παιδική ηλικία. Συγκεκριμένα, μπορεί να περιγράφονται από τους γονείς τους ως ανέκαθεν «διαφορετικοί», υπερβολικά συνεσταλμένοι και μοναχικοί ή αντίθετα υπερκινητικοί, παραβατικοί και επιθετικοί, με καθυστέρηση στην έναρξη της ομιλίας ή της βάδισης. Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω χαρακτηριστικά και συμπεριφορές είναι συχνά στην παιδική ηλικία και η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών που τα εμφανίζουν δεν θα αρρωστήσουν από σχιζοφρένεια.

Η πρόγνωση της σχιζοφρένειας ποικίλλει. Σε αδρές γραμμές το 25% των ασθενών αναρρώνουν πλήρως και είναι ικανοί να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή, το 40% βελτιώνονται σημαντικά και με την προυπόθεση συνεχούς φαρμακευτικής αγωγής είναι ικανοί για σχετικά ανεξάρτητη διαβίωση, κοινωνική δραστηριότητα, πλήρη ή μερική απασχόληση. Το 20% εμφανίζουν βελτίωση, έχουν όμως σημαντικά υπολειμματικά συμπτώματα και χρειάζονται συστηματική βοήθεια για να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητα και τέλος το 15% ταλαιπωρούνται από χρόνια και σοβαρά συμπτώματα που δεν τους επιτρέπουν να επιβιώσουν χωρίς συνεχή επίβλεψη και βοήθεια. Γενικά οι παράγοντες που προοιωνίζονται μια ευνοική έκβαση είναι οι εξής: οψιμότερη και πιο απότομη έναρξη, γυναικείο φύλο απουσία προβλημάτων στην παιδική ηλικία, μικρό χρονικό διάστημα από την έναρξη της νόσου μέχρι την εγκατάσταση φαρμακευτικής αγωγής, απουσία κατάχρησης ουσιών, απουσία οικογενειακού ιστορικού σχιζοφρένειας, λίγα αρνητικά συμπτώματα, περιορισμένες βλάβες του εγκεφάλου στη μαγνητική τομογραφία, ικανοποιητική εναισθησία.

Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια πεθαίνουν κατά μέσο όρο 15-20 χρόνια νωρίτερα από το γενικό πληθυσμό. Αυτό οφείλεται κυρίως σε αυξημένα καρδιαγγειακά προβλήματα και σε αυτοκτονίες. Οι κλασσικοί παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο (κάπνισμα, παχυσαρκία, υπέρταση, διαβήτης, αυξημένη χοληστερίνη και τριγλυκερίδια, έλλειψη σωματικής δραστηριότητας) είναι συχνότεροι στους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Επιπλέον, οι ασθενείς αυτοί απευθύνονται λιγότερο συχνά στους ειδικούς γιατρούς για προβλήματα σωματικής υγείας και όταν απευθυνθούν κινδυνεύουν να λάβουν κατώτερης ποιότητας φροντίδα από τα άτομα του γενικού πληθυσμού. Τέλος, περίπου το 5% των πασχόντων πεθαίνουν αυτοκτονώντας.

Αιτιολογία

O ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα όργανο εκπληκτικής πολυπλοκότητας. Αποτελείται από 100 δισεκατομμύρια νευρικά κύτταρα και ένα τρισεκατομμύριο υποστηρικτικά κύτταρα. Κάθε νευρικό κύτταρο ή νευρώνας σχηματίζει συνάψεις, δηλαδή επικοινωνεί με 1000 έως 10000 άλλα νευρικά κύτταρα. Με αυτό τον τρόπο στον εγκέφαλο δημιουργούνται πάνω από 100 τρισεκατομμύρια συνάψεις. Η επικοινωνία μεταξύ των νευρώνων στις συνάψεις γίνεται κυρίως με απελευθέρωση και πρόσληψη χημικών ουσιών που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές. Η τεράστια πολυπλοκότητα της δομής και της λειτουργίας του εγκεφάλου και η δύσκολη πρόσβαση σε αυτόν καθώς είναι καλά κρυμμένος μέσα στο κρανίο καθιστούσαν δυσχερή τη μελέτη του. Η σχετικά πρόσφατη ανάπτυξη διαφόρων μεθόδων δομικής και λειτουργικής απεικόνισης του εγκεφάλου επέτρεψε την αποκάλυψη πολλών δεδομένων για τη φυσιολογική του λειτουργία και τον τρόπο που αυτή διαταράσσεται σε ψυχικές παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια.

Η σχιζοφρένεια είναι μια οικογενής διαταραχή. Οι α’ βαθμού συγγενείς των πασχόντων έχουν περίπου 10% πιθανότητα να αναπτύξουν τη νόσο ποσοστό 10πλάσιο από αυτό των ατόμων χωρίς πάσχοντα συγγενή. Ο κίνδυνος παραμένει αυξημένος σε μικρότερο ποσοστό σε συγγενείς β’ και γ’ βαθμού. Όσο περισσότεροι προσβεβλημένοι συγγενείς υπάρχουν σε μια οικογένεια, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για τα υγιή μέλη. Όταν πάσχουν και οι δύο γονείς, ο κίνδυνος για τα παιδιά ανέρχεται στο 25-40% και όταν πάσχει ένας μονοζυγωτικός δίδυμος ο κίνδυνος για τον άλλο είναι 40-50%.

Έχει τεκμηριωθεί η παρουσία σειράς διαφορών στον εγκέφαλο των ανθρώπων που πάσχουν από σχιζοφρένεια σε σχέση με τον εγκέφαλο μη πασχόντων. Οι διαφορές αυτές δεν απαντώνται σε όλους τους ασθενείς αλλά στο 50-65%. Παρόμοιες διαφορές μικρότερης έκτασης μπορεί να εμφανίζονται στο 1/3 των συγγενών α’ βαθμού των ατόμων με σχιζοφρένεια, αλλά και σε ένα μικρό ποσοστό ατόμων του γενικού πληθυσμού. Λόγω αυτής της αλληλοεπικάλυψης αυτές οι διαφορές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διαγνωστικούς σκοπούς. Οι καλύτερα τεκμηριωμένες είναι οι εξής:

  1. Αυξημένη σύνθεση, απελευθέρωση και δραστηριότητα ενός νευροδιαβιβαστή που ονομάζεται ντοπαμίνη σε μια περιοχή του εγκεφάλου που λέγεται μεταιχμιακό σύστημα. Παράλληλα, ένας άλλος νευροδιαβιβαστής το γλουταμινικό φαίνεται να έχει μειωμένη δραστηριότητα σε μια άλλη περιοχή που λέγεται προμετωπιαίος φλοιός.
  2. Το συνολικό μέγεθος του εγκεφάλου των ασθενών είναι ελαφρά μικρότερο σε σχέση με μη πάσχοντες και η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση του μεγέθους περιοχών του μεταιχμιακού συστήματος και του προμετωπιαίου φλοιού.
  3. Νοητικές λειτουργίες όπως η προσοχή, η μνήμη και η εκτελεστική λειτουργία είναι διαταραγμένες στους ασθενείς. Αυτή η διαταραχή δυσκολεύει το φιλτράρισμα των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, τη σύνδεση της τρέχουσας εμπειρίας με προηγούμενα βιώματα αποθηκευμένα στη μνήμη και τη χρήση αυτής της σύνδεσης για την οργάνωση, στόχευση και προσαρμογή της συμπεριφοράς.
  4. Διαφορές στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου, στο μέγεθος, τη μορφολογία και τη διάταξη των κυττάρων που αποκαλύπτονται σε νεκροτομικό υλικό.

Από τα παραπάνω ευρήματα καθίσταται σαφές ότι η σχιζοφρένεια είναι μια βιολογική νόσος του εγκεφάλου όπως η σκλήρυνση κατά πλάκες και η νόσος Πάρκινσον.

Παράγοντες κινδύνου

Μεταξύ των παραγόντων που αυξάνουν τον κίνδυνο ενός ατόμου να αναπτύξει σχιζοφρένεια ο σημαντικότερος είναι το οικογενειακό ιστορικό. Άλλοι παράγοντες που προκαλούν μικρή αύξηση του κινδύνου είναι οι εξής:

  1. Ημερομηνία γέννησης κατά τους μήνες Ιανουάριο έως Απρίλιο.
  2. Ιογενής λοίμωξη ή διατροφική ανεπάρκεια της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης.
  3. Επιπλοκές κατά την κύηση ή τον τοκετό (προωρότητα, αιμορραγία, εκλαμψία).
  4. Λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την παιδική ηλικία καθώς και σοβαρή σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση.
  5. Γέννηση και ανατροφή σε μεγάλα αστικά κέντρα.
  6. Μετανάστευση.
  7. Πρώιμη και συστηματική χρήση κάνναβης.

Φαίνεται λοιπόν ότι η σχιζοφρένεια είναι απότοκος μιας γενετικά καθορισμένης ευαισθησίας που ενισχύεται από δυσμενή γεγονότα (λοιμώξεις, επιπλοκές της κύησης) κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Η ευαισθησία αυτή παραμένει εν μέρει ή πλήρως σιωπηλή κατά την παιδική και πρώιμη εφηβική ηλικία και εκφράζεται με σαφή συμπτώματα συνήθως στο τέλος της εφηβείας ή στην αρχή της ενήλικης ζωής. Πυροδοτικούς παράγοντες αποτελούν οι δραματικές βιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στον εγκέφαλο κατά την εφηβεία και τα συνοδά στρεσσογόνα γεγονότα (χρήση ουσιών, διαπροσωπικές σχέσεις, στρατιωτική θητεία, αποχωρισμός από το σπίτι, πρώτες εργασιακές εμπειρίες).

Η σχιζοφρένεια δεν είναι ελάττωμα του χαρακτήρα, δεν είναι αποτέλεσμα αμαρτίας ,άλλου ηθικού παραπτώματος, θεικής παρέμβασης ή δαιμονικής κατοχής, δεν προκαλείται από κακούς ή ανεπαρκείς γονείς, δεν είναι ένας διαφορετικός τρόπος ύπαρξης ή αντίδρασης στο κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό ή πολιτισμικό παράδειγμα που ο πάσχων επιλέγει να υιοθετήσει. Είναι μια χρόνια, βιολογική νόσος του εγκεφάλου όπως ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια βιολογική νόσος του μεταβολισμού του ζαχάρου και η ρευματοειδής αρθρίτιδα μια χρόνια βιολογική νόσος των αρθρώσεων.

Θεραπεία

Τα αντιψυχωτικά φάρμακα είναι ο κορμός της αντιμετώπισης της σχιζοφρένειας. Δεν προσφέρουν ριζική θεραπεία με τον τρόπο που τα αντιβιοτικά θεραπεύουν κάποιες λοιμώξεις ή μια χειρουργική επέμβαση αποκαθιστά πλήρως ένα κάταγμα. Ελέγχουν αποτελεσματικά τα συμπτώματα στο μεγαλύτερο μέρος των ασθενών και τους διευκολύνουν στην προσπάθειά τους να ζήσουν κατά το δυνατόν φυσιολογική ζωή. Αυτονόητη προυπόθεση αποτελεί η προσεκτική χορήγηση από έμπειρο και γνώστη ψυχίατρο, η στενή παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας και των ενδεχόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών και η συνεπής λήψη τους από τον πάσχοντα. Μειώνουν δραστικά την πιθανότητα υποτροπής χωρίς όμως να την εξαλείφουν. Δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά για όλα τα συμπτώματα της αρρώστιας. Τα λεγόμενα θετικά συμπτώματα που είναι πιο θορυβώδη (παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις) ανταποκρίνονται καλύτερα, ενώ τα αρνητικά συμπτώματα (έλλειψη πρωτοβουλίας και συναισθηματικής ανταπόκρισης, δυσκολίες στην προσοχή και τη μνήμη) που έχουν δυσμενέστερες επιπτώσεις στην καθημερινή λειτουργικότητα λιγότερο καλά.

Δυστυχώς δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψουμε με ασφάλεια σε ποιο συγκεκριμένο φάρμακο θα ανταποκριθεί ο κάθε ξεχωριστός ασθενής. Η επιλογή του φαρμάκου είναι μια σύνθετη διαδικασία στην οποία ο πάσχων και οι οικείοι του μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν ενεργά. Παράγοντες που πρέπει να συνεκτιμηθούν περιλαμβάνουν τους εξής:

  1. Προηγούμενο ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό έκθεσης σε αντιψυχωτικά φάρμακα.
  2. Διαφορές αποτελεσματικότητας μεταξύ των φαρμάκων.
  3. Διαφορές στις ανεπιθύμητες ενέργειες μεταξύ των φαρμάκων.
  4. Άλλα παθολογικά προβλήματα που συνυπάρχουν στον ασθενή και άλλα φάρμακα που πιθανόν λαμβάνει για οποιοδήποτε λόγο περιλαμβανομένων φυτικών και εναλλακτικών θεραπειών.
  5. Προτιμήσεις του αρρώστου και των οικείων του.
  6. Ζητήματα κόστους.

Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα που δεν μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια εκ των προτέρων είναι η δοσολογία που θα απαιτηθεί για κάθε ξεχωριστό ασθενή. Η ίδια ποσότητα φαρμάκου χορηγούμενη σε δύο διαφορετικούς ασθενείς μπορεί να καταλήξει σε επίπεδα στο αίμα που διαφέρουν μεταξύ τους κατά 40 φορές. Γενετικοί παράγοντες, φύλο, ηλικία, σωματικό μέγεθος, κάπνισμα, άλλα φάρμακα ευθύνονται για τέτοιου μεγέθους διαφορές. Βλέπουμε λοιπόν ότι η επιλογή του φαρμάκου και η προσαρμογή της δόσης είναι διαδικασίες απολύτως εξατομικευμένες και είναι πολύ πιθανό ότι θα απαιτηθεί χρόνος, υπομονή, επιμονή και συνεργασία προκειμένου να βρεθεί το βέλτιστο δοσολογικό σχήμα.

Σε περίπτωση πρώτου σχιζοφρενικού επεισοδίου, η φαρμακευτική θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται για 1-2 χρόνια μετά την υποχώρηση των συμπτωμάτων. Στη συνέχεια και πάντα σε συνεργασία με τον ασθενή και την οικογένειά του μπορεί να επιχειρηθεί σταδιακή μείωση και διακοπή του φαρμάκου με εντατική παρακολούθηση για το ενδεχόμενο υποτροπής. Περίπου το 20% των ασθενών με πρώτο επεισόδιο θα ανταποκριθούν καλά στη διακοπή και δεν θα έχουν άλλη υποτροπή. Για τους υπόλοιπους που θα εμφανίσουν νέο επεισόδιο, η φαρμακευτική αγωγή πρέπει να ξεκινήσει και πάλι και να διατηρηθεί για όλη τη ζωή. Οι επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει σαφώς ότι μετά από δύο σχιζοφρενικά επεισόδια η πιθανότητα υποτροπής χωρίς φαρμακευτική αγωγή είναι 100% και δεν μειώνεται όσα χρόνια σταθερότητας και ελέγχου των συμπτωμάτων και αν περάσουν.

Tα αντιψυχωτικά φάρμακα δεν είναι εθιστικά, δεν προκαλούν εξάρτηση. Δεν υπάρχει κίνδυνος ανεξέλεγκτης αύξησης της δόσης, συνέχισης της χρήσης τους για χρονικό διάστημα πέραν του ενδεικνυόμενου, εγκατάλειψης άλλων δραστηριοτήτων για χάρη της χρήσης τους ή πρόκλησης δυσκολιών σε εργασιακό, κοινωνικό, ψυχολογικό ή διαπροσωπικό επίπεδο εξαιτίας τους. Παρ’ όλα αυτά, ενδεχόμενη διακοπή πρέπει να γίνεται σταδιακά και προσεκτικά για αποφυγή κυρίως των ψυχωτικών συμπτωμάτων αλλά και κάποιων παροδικών συμπτωμάτων απόσυρσης.

Όσο νωρίτερα στην πορεία της νόσου ξεκινήσει η εφαρμογή κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες για καλύτερη έκβαση. Η διάρκεια της μη θεραπευόμενης ψύχωσης δηλαδή το χρονικό διάστημα από την έναρξη των ψυχωτικών συμπτωμάτων μέχρι την εγκατάσταση φαρμακευτικής αγωγής είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την έκβαση της νόσου.

Τα αντιψυχωτικά φάρμακα διακρίνονται αδρά σε δύο μεγάλες ομάδες, τα α’ γενιάς ή κλασσικά ή τυπικά και τα β’ γενιάς ή άτυπα. Ο βασικός μηχανισμός δράσης είναι κοινός και αφορά την μείωση της παθολογικά αυξημένης δραστηριότητας της ντοπαμίνης. Η κλοζαπίνη (Leponex) είναι αδιαμφισβήτητα το αποτελεσματικότερο αντιψυχωτικό, το μόνο που έχει επανειλημμένως αποδειχθεί αποτελεσματικό στην ανθεκτική σχιζοφρένεια δηλαδή σε συμπτωματολογία που δεν έχει ανταποκριθεί σε άλλα φάρμακα. Μεταξύ των υπολοίπων ατύπων φαρμάκων, μόνο η ολανζαπίνη, η αμισουλπρίδη και η ρισπεριδόνη φαίνεται να υπερέχουν σε αποτελεσματικότητα των τυπικών φαρμάκων. Τα άλλα άτυπα αντιψυχωτικά έχουν παρόμοια αποτελεσματικότητα με τα παλαιότερα φάρμακα.

Τα αντιψυχωτικά φάρμακα συγκαταλέγονται μεταξύ των ασφαλέστερων στην ιατρική. Παρ’ όλα αυτά ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να εμφανιστούν. Δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος να προβλέψουμε εάν, ποιες και πόσες ανεπιθύμητες ενέργεια θα εμφανιστούν σε κάθε συγκεκριμένο ασθενή. Πολλές ανεπιθύμητες ενέργειες υποχωρούν μετά τις πρώτες λίγες ημέρες καθώς ο οργανισμός προσαρμόζεται στο φάρμακο. Άλλες ανταποκρίνονται σε προσαρμογή της δόσης ή της κατανομής των δόσεων μέσα στην ημέρα. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί αλλαγή του υπεύθυνου φαρμάκου ή προσθήκη ενός άλλου φαρμάκου για την αντιμετώπιση της ανεπιθύμητης ενέργειας. Το σημαντικότερο ζήτημα είναι να υπάρχει καλή συνεργασία του γιατρού με τον ασθενή και τους οικείους του και να γίνεται ενεργητική ανίχνευση και επιθετική αντιμετώπιση πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών.

Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες των α’ γενιάς αντιψυχωτικών περιλαμβάνουν τις εξής:

  1. Εξωπυραμιδικά συμπτώματα δηλαδή ανεπιθύμητες δράσεις στις κινήσεις του σώματος. Η οξεία δυστονία είναι μια ακούσια επίμονη και ενδεχομένως επώδυνη σύσπαση κάποιων μυών συνήθως του λαιμού, της γλώσσας ή των ματιών που προκαλεί στροφή του κεφαλιού, ή των ματιών ή δυσκολία στην ομιλία ή την κατάποση. Συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά της νόσου Πάρκινσον είναι η δυσκαμψία των μυών και η γενικότερη επιβράδυνση των κινήσεων καθώς και τρόμος (τρέμουλο) κυρίως στα χέρια. Η ακαθισία είναι ένα δυσάρεστο υποκειμενικό αίσθημα ανησυχίας που συνοδεύεται από τάση για διαρκή κίνηση. Η όψιμη δυσκινησία μπορεί να εμφανιστεί μετά από μήνες ή χρόνια αντιψυχωτικής αγωγής και αφορά ακούσιες κινήσεις κυρίως στην περιοχή του προσώπου και του λαιμού. Το κακόηθες σύνδρομο νευροληπτικών είναι μια σπάνια αλλά επικίνδυνη ανεπιθύμητη ενέργεια που χαρακτηρίζεται από σύγχυση, υπνηλία ή διέγερση, αλλαγές στην αρτηριακή πίεση και την καρδιακή συχνότητα, υψηλό πυρετό και έντονη δυσκαμψία.
  2. Αντιχολινεργικές ανεπιθύμητες ενέργειες που περιλαμβάνουν ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, δυσκολία στην ούρηση, θαμπή όραση, ταχυκαρδία και δυσκολίες στη συγκέντρωση και τη μνήμη.
  3. Καταστολή, υπνηλία και υπόταση.
  4. Αύξηση μιας ορμόνης που λέγεται προλακτίνη με ενδεχόμενες συνέπειες διαταραχές της έμμηνης ρύσης που αν παραταθούν χρονικά δημιουργούν κίνδυνο οστεοπόρωσης και σεξουαλική δυσλειτουργία.
  5. Αύξηση του βάρους.

Τα β’ γενιάς αντιψυχωτικά είναι περισσότερο ετερογενή και το καθένα έχει διακριτά χαρακτηριστικά. Σε σχέση με τα α’ γενιάς μπορούμε να πούμε ότι συνδέονται με μικρότερα ποσοστά εξωπυραμιδικών παρενεργειών και αύξησης της προλακτίνης και μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης βάρους, αύξησης του σακχάρου και των λιπιδίων του αίματος. Υπάρχουν όμως μεγάλες διαφορές μεταξύ τους έτσι που η κλοζαπίνη και η ολανζαπίνη συνδέονται με σημαντική αύξηση βάρους και επίδραση στις μεταβολικές παραμέτρους, η ρισπεριδόνη και η κετιαπίνη με μέτριες επιδράσεις και η ζιπρασιδόνη και αριπιπραζόλη με μικρές.

Κατά τη διάρκεια της αγωγής με αντιψυχωτικά είναι σημαντικό να παρακολουθούνται ορισμένες παράμετροι σωματικής υγείας σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτές περιλαμβάνουν το βάρος, τη γλυκόζη, τη χοληστερίνη, τα τριγλυκερίδια, την αρτηριακή πίεση, τις κινήσεις των μυών, την κανονικότητα του έμμηνου κύκλου.

Επειδή η αγωγή με αντιψυχωτικά φάρμακα είναι συνήθως μακροχρόνια, είναι σημαντικό να διατηρεί ο ασθενής ένα ημερολόγιο φαρμάκων στο οποίο αναγράφονται τα φάρμακα που λαμβάνει, η διάρκεια, η δόση και ο λόγος χορήγησης, η αποτελεσματικότητα και οι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες, οι λόγοι ενδεχόμενης διακοπής.

H έλλειψη συνεργασίας στη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής είναι συχνό πρόβλημα σε όλες τις χρόνιες ιατρικές καταστάσεις. Η έλλειψη επίγνωσης του νοσηρού που συχνά συνοδεύει τη σχιζοφρένεια επιπλέκει περισσότερο τα πράγματα. Άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με πλημμελή λήψη της αγωγής είναι η έλλειψη αποτελεσματικότητας, η απουσία άμεσων δυσμενών επιπτώσεων από τη διακοπή των φαρμάκων καθώς η υποτροπή καθυστερεί, η πολυπλοκότητα του φαρμακευτικού σχήματος, η ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης με το γιατρό, πιθανή αρνητική στάση των οικείων του απέναντι στα φάρμακα, πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες, ζητήματα κόστους και πρόσβασης στο φάρμακο. Προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η συνεργασία του πάσχοντος στη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής απαιτείται διατήρηση υποστηρικτικού και ειλικρινούς κλίματος στην επικοινωνία με το γιατρό, ενημέρωση και συμμετοχή του στη λήψη αποφάσεων, εξήγηση του τρόπου με τον οποίο η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει στην εκπλήρωση των προσωπικών του στόχων, ένταξη του φαρμάκου στην καθημερινή ρουτίνα, τρόποι ανταμοιβής του αρρώστου για καλή συνεργασία αλλά και ενημέρωσή του για τις συνέπειες άρνησης συνεργασίας (νοσηλεία, απόσυρση προνομίων, κλπ).

Αναπόσπαστο τμήμα της θεραπευτικής αντιμετώπισης της σχιζοφρένειας αποτελούν οι ψυχολογικές και αποκαταστασιακές παρεμβάσεις. Η συμβουλευτική ή υποστηρικτική ψυχοθεραπεία και οι οικογενειακές παρεμβάσεις είναι οι προσφορότερες μέθοδοι ψυχολογικής βοήθειας για τους πάσχοντες και τις οικογένειές τους. Προσφέρουν ενημέρωση και εκπαίδευση για τη νόσο, ενθάρρυνση και σταθερή διαπροσωπική επαφή με ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης, πληροφόρηση για κοινοτικές υπηρεσίες, εργασιακές συμβουλές, τεχνικές για καλύτερη επικοινωνία μέσα στην οικογένεια και για επίλυση προβλημάτων και κυρίως ελπίδα για βελτίωση της καθημερινότητας. Οι συζητήσεις εστιάζονται σε ζητήματα του παρόντος χρόνου και στο πώς ο ασθενής θα βελτιώσει τη ζωή του παρά την ύπαρξη μιας χρόνιας και σοβαρής αρρώστιας. Η ενσωμάτωση γνωσιακών και συμπεριφορικών τεχνικών είναι πολύ χρήσιμη για την αντιμετώπιση υπολειμματικών ψυχωτικών συμπτωμάτων, για τη βελτίωση της εναισθησίας και της νοητικής λειτουργίας, για την ευόδωση της συνεργασίας στη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής. Η εκπαίδευση του αρρώστου σε κοινωνικές δεξιότητες και σε προσφορότερους τρόπους διαπροσωπικής επικοινωνίας συμβάλλουν στη βελτίωση της καθημερινότητάς του και αυξάνουν τις πιθανότητες αυτόνομης διαβίωσης και κοινωνικής επανένταξης. Η ελπίδα και η ενεργός συμμετοχή του ασθενούς και των οικείων του είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την επιτυχία οποιασδήποτε αποκαταστασιακής προσπάθειας.

Δημήτρης Γούσης MD,MSc

Ψυχίατρος, Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινής Ζωγράφου

Τηλ: 2107718320, 6977088325